Σάρα Ρόι [Sara Roy], Ο Μακρύς Πόλεμος ενάντια στη Γάζα (The New York Review, Δεκέμβριος 2023)

Σάρα Ρόι, Ο μακρύς πόλεμος ενάντια στη Γάζα

Πηγή: https://www.nybooks.com/online/2023/12/19/the-long-war-on-gaza/

Σημείωση για την ελληνική μετάφραση: το παρακάτω κείμενο μας δίνει χρήσιμες ιστορικές πληροφορίες και βιωματικές εμπειρίες, καταδεικνύοντας πως ο ισραηλινός πόλεμος ενάντια στη Γάζα προηγείται κατά πολύ των παλαιστινιακών ένοπλων οργανώσεων και τις υπερβαίνει - δεν πρόκειται, επί της ουσίας, παρά για τον παρατεταμένο κοινωνικό - αποικιακό πόλεμο του Ισραήλ ενάντια στους όρους ζωής των παλαιστίνιων καταπιεσμένων

 

Παλαιστίνιοι στη Ράφα, μια πόλη στα νότια της Λωρίδας της Γάζας, καθώς διενεργούν επιχειρήσεις αναζήτησης και διάσωσης μέσα στα χαλάσματα των κτιρίων που καταστράφηκαν από τους ισραηλινούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς. 14 Δεκεμβρίου, 2023.

Πάνω από πενήντα έξι χρόνια, το Ισραήλ έχει μετατρέψει τη Γάζα από μια λειτουργική σε μια δυσλειτουργική οικονομία, και από μια παραγωγική κοινωνία σε μια φτωχή. Η Γάζα καταστρέφεται, ενώ εμείς απλώς παρακολουθούμε. Ένας δεδηλωμένος στόχος της επίθεσης του Ισραήλ, η οποία έχει μέχρι στιγμής σκοτώσει περισσότερους από 19.400 ανθρώπους (σ.μ. το κείμενο γράφτηκε το Δεκέμβρη του 2023), είναι να «καταστρέψει τη Χαμάς» ως αντίποινα για την επίθεσή της που σκότωσε 1.200 στο νότιο Ισραήλ τον Οκτώβριο. Ωστόσο, αρκετοί επικριτές του Ισραήλ, όπως ο παλαιστίνιος πρεσβευτής στο Ηνωμένο Βασίλειο, Husam Zomlot, έχουν υποστηρίξει πειστικά ότι ο στόχος του Ισραήλ δεν είναι τόσο να νικήσει τη Χαμάς – πράγμα, σε κάθε περίπτωση, αδύνατο - παρά να εκδιώξει οριστικά τους Παλαιστίνιους από τη Γάζα, χωρίς διεθνή μομφή ή κυρώσεις.[1]

Υπάρχουν αυξανόμενα στοιχεία προς επιβεβαίωση των παραπάνω ισχυρισμών. Στα μέσα Οκτωβρίου, το υπουργείο Πληροφοριών του Ισραήλ συνέταξε ένα έγγραφο προτάσεων που πρότεινε τη βίαιη και μόνιμη μεταφορά των 2,3 εκατομμυρίων κατοίκων της Γάζας στη χερσόνησο του Σινά. Το υπουργείο έχει λιγότερη επιρροή από ό,τι υποδηλώνει το όνομά του, ωστόσο, οι πολιτικές του προτάσεις διανέμονται στην κυβέρνησης και στις υπηρεσίες ασφαλείας. Τον Νοέμβριο, ένας υπάλληλος της USAID πλησίασε έναν συνάδελφό μου και ρώτησε σχετικά με τη σκοπιμότητα κατασκευής μιας πόλης από σκηνές στο Σινά, την οποία θα ακολουθούσε ένας πιο μόνιμος διακανονισμός κάπου στο βόρειο τμήμα της χερσονήσου. Αργότερα τον ίδιο μήνα, η εφημερίδα Israel Hayom αποκάλυψε ότι ο πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου επιδιώκει «να μειώσει[ε] τον αριθμό των Παλαιστινίων πολιτών στη Λωρίδα της Γάζας στο ελάχιστο δυνατό».

Η τρέχουσα καταστροφική βεβήλωση της Γάζας είναι το τελευταίο στάδιο μιας διαδικασίας που έχει πάρει όλο και πιο βίαιες μορφές με την πάροδο του χρόνου [2]. Στα πενήντα έξι χρόνια από τότε που κατέλαβε τη Λωρίδα το 1967, το Ισραήλ έχει μετατρέψει τη Γάζα από ένα έδαφος πολιτικά και οικονομικά ενοποιημένο με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη, σε έναν απομονωμένο θύλακα, από μια λειτουργική οικονομία σε μια δυσλειτουργική, από παραγωγική κοινωνία σε εξαθλιωμένη. Επίσης εξοβέλισε τους κατοίκους της Γάζας από τη σφαίρα της πολιτικής, μετατρέποντάς τους από έναν λαό με εθνικές αξιώσεις σε έναν πληθυσμό, του οποίου η πλειοψηφία χρειάζεται κάποια μορφή ανθρωπιστικής βοήθειας για να συντηρηθεί.

Η βία στη Γάζα δεν ήταν μόνο, ή ακόμη και πρωτίστως, στρατιωτικό ζήτημα, όπως είναι τώρα. Υπήρξε ζήτημα  που άπτεται των συνηθισμένων πράξεων της καθημερινότητας: ο αγώνας για πρόσβαση σε νερό και ηλεκτρισμό, η διατροφή των παιδιών, η εύρεση εργασίας, η πρόσβαση στο σχολείο με ασφάλεια, η πρόσβαση σε νοσοκομείο, ακόμη και ταφή ενός αγαπημένου προσώπου. Για δεκαετίες η πίεση στους Παλαιστίνιους στη Γάζα ήταν τεράστια και αμείλικτη. Η ζημιά που έχει προκαλέσει—υψηλά επίπεδα ανεργίας και φτώχειας, εκτεταμένη καταστροφή υποδομών και περιβαλλοντική υποβάθμιση, συμπεριλαμβανομένης της επικίνδυνης μόλυνσης του νερού και του εδάφους, μεταξύ άλλων παραγόντων— έχει γίνει μόνιμη κατάσταση.

Επισκέφθηκα για πρώτη φορά τη Γάζα ως μεταπτυχιακή φοιτήτρια το 1985. Αμέσως αγάπησα τους ντόπιους, οι οποίοι με αγκάλιασαν ως Εβραία, ως Αμερικανη και ως γυναίκα. Εκείνες τις πρώτες μέρες, μια από τις πρώτες ερωτήσεις που μου έκαναν συνήθως ήταν «Είσαι Χριστιανή;» Όταν οι άνθρωποι έμαθαν ότι ήμουν Εβραία, υπήρξε κάποιο αρχικό σοκ και σύγχυση, αλλά και περιέργεια. Μόλις εξήγησα ότι ήμουν εκεί για να μάθω για την κοινωνία και την οικονομία τους και το πώς η κατοχή επηρέασε τις ζωές τους, δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για να κερδίσω την εμπιστοσύνη τους. Στην πραγματικότητα, το να είμαι Εβραία έγινε πλεονέκτημα: άνθρωποι που μετά βίας με γνώριζαν με προσκαλούσαν στα σπίτια και στις επιχειρήσεις τους. Πολλοί από αυτούς θα με βοηθούσαν αργότερα να συλλέξω δεδομένα ενώ ζούσα στη Γάζα κατά τη διάρκεια της πρώτης Ιντιφάντα, ή εξέγερσης, που ξεκίνησε το 1987.[3] Είχα πολλά να μάθω, αλλά ήταν ξεκάθαρο από την αρχή ότι η Γάζα ήταν ιστορικά το κέντρο της παλαιστινιακής αντίστασης στην κατοχή, σημείο υπερηφάνειας για όσους/ες δούλεψα και έζησα μαζί τους. Υπήρξε επίσης από καιρό το κέντρο της παλαιστινιακής ιστορικής μνήμης. Η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων προέρχεται από οικογένειες που υπέστησαν την εθνοκάθαρση του 1948, από μέρη όπως το Isdud, το al-Majdal και το al-Faluja. Μερικές από τις πρώτες αναμνήσεις μου από τη Γάζα είναι από μικρά παιδιά πρόσφυγες που περιγράφουν με μεγάλη λεπτομέρεια τα σπίτια και τα χωριά στα οποία είχαν ζήσει οι παππούδες τους, αλλά που δεν είχαν δει ποτέ. Ήταν εντυπωσιακά εξοικειωμένοι/ες με τα πατρικά τους σπίτια. Θυμάμαι την απόλαυση που έπαιρναν με την αφηγηματική τους δύναμη και την αυτοεκτίμηση που τους έδινε.

 Το Ισραήλ δεν ήξερε ποτέ τι να κάνει με αυτή τη μικροσκοπική λωρίδα γης. Από την αρχή της κατοχής, οι ηγέτες της χώρας αναγνώρισαν ότι η κατειρήνευση της Γάζας ήταν αναγκαία για να αποκλειστεί η δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους -πρωταρχικός τους στόχος- και να ελαχιστοποιηθεί η παλαιστινιακή αντίσταση, ώστε να προσαρτήσουν τη Δυτική Όχθη. Κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες της κατοχής, από τον πόλεμο των έξι ημερών του 1967 έως την έναρξη της πρώτης Ιντιφάντα, η προτιμώμενη τακτική τους ήταν ο έλεγχος της οικονομίας της Γάζας. Πάνω από 100.000 Παλαιστίνιοι από τη Γάζα και τη Δυτική Όχθη εργάζονταν εντός του Ισραήλ. Συνολικά, τα κατεχόμενα εδάφη ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη εξαγωγική αγορά του Ισραήλ μετά τις ΗΠΑ, και κατέληξαν να εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το Ισραήλ για απασχόληση και εμπόριο. Το αποτέλεσμα ήταν ένας συνδυασμός ατομικής ευημερίας – βελτιώθηκε το επίπεδο ζωής- και κοινοτικής στασιμότητας.

  Οι παραγωγικοί τομείς της Γάζας -συμπεριλαμβανομένης της μεταποίησης και της γεωργίας- έλαβαν ελάχιστες επενδύσεις, γεγονός που απέκλεισε την ανάπτυξη. Η πρώτη Ιντιφάντα κατέστησε σαφές ότι αυτή η στρατηγική κατειρήνευσης είχε αποτύχει. Το βελτιωμένο βιοτικό επίπεδο δεν μπορούσε πλέον να αντισταθμίσει την απουσία ελευθερίας. Με τις Συμφωνίες του Όσλο του 1993, που σηματοδoτούσαν το τέλος της πρώτης Ιντιφάντα, η ισραηλινή πολιτική σταδιακά μετατοπίστηκε από τη ρύθμιση της οικονομίας της Γάζας στην εξασθένιση και στη συνέχεια στην αποδιάρθρωσή της, απαγορεύοντας μεγαλύτερο μέρος του συμβατικού εμπορίου και της μετακίνησης των εργαζομένων μεταξύ της Γάζας και των πρωτογενών αγορών της στο Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη. Αυτή η στρατηγική λέγεται συχνά ότι ξεκίνησε το 2007, όταν η Χαμάς, έχοντας νικήσει τη Φατάχ στις βουλευτικές εκλογές του προηγούμενου έτους, ανέλαβε τον έλεγχο της Λωρίδας της Γάζας. Εκείνο το έτος το Ισραήλ επέβαλε έναν αποκλεισμό, που περιόρισε σοβαρά τόσο το εμπόριο με τη Γάζα όσο και την είσοδο συγκεκριμένων προϊόντων διατροφής στη Λωρίδα. Όμως, ο αποκλεισμός - τώρα στον δέκατο έβδομο χρόνο του - είναι απλώς μια πιο ακραία μορφή μέτρων που ήταν ήδη σε εφαρμογή. Στις αρχές του 1991 - προτού η Χαμάς αρχίσει να εκτοξεύει ρουκέτες και να ενορχηστρώνει βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας- το Ισραήλ άρχισε να περιορίζει και να εμποδίζει περιοδικά την κυκλοφορία των εργαζομένων από και προς τη Γάζα, καθώς και το εμπόριο από το οποίο εξαρτιόταν, σε δυσανάλογο βαθμό, η μικρή της οικονομία. Αρχικά ο στόχος ήταν ο περιορισμός και η καταστολή της κοινωνικής αναταραχής. Ωστόσο, όπως έγραψε η Ισραηλινή δημοσιογράφος Αμίρα Χας, «σύντομα όλο αυτό εξελίχθηκε σε κάτι πιο εκτεταμένο». Τον Ιανουάριο του 1991 το Ισραήλ ακύρωσε τη γενική άδεια εξόδου που επέτρεπε στους/ις Παλαιστίνιους/ες να κινούνται ελεύθερα μεταξύ Ισραήλ. Δυτικής Όχθης και Γάζας. Στη συνέχεια απαιτήθηκε από τους Παλαιστίνιους να εξασφαλίζουν ατομικές άδειες προκειμένου να μπορούν να φύγουν από τη Γάζα ή τη Δυτική Όχθη, ακόμη και για να ταξιδέψουν από το ένα από αυτά τα μέρη στο άλλο. Με την πάροδο του χρόνου αυτές οι άδειες υπόκειντο σε όλο και πιο αυστηρά πολιτικά κριτήρια και κριτήρια ασφαλείας. «Ο πόλεμος του Κόλπου», έγραψε η Χας, έδωσε την ευκαιρία να αντιστραφεί η κατάσταση της ελεύθερης μετακίνησης για τους/ες πολλούς/ες και της απαγόρευσης για τους λίγους. Έκτοτε, υπήρξε μια γενική άρνηση του δικαιώματος κίνησης για όλους/ες τους Παλαιστίνιους/ες, με εξαιρέσεις που έγιναν για ορισμένες ρητά προβλεπόμενες κατηγορίες - συμπεριλαμβανομένων των εργαζομένων, των εμπόρων, των ατόμων που χρειάζονται ιατρική περίθαλψη, των συνεργατών του Ισραηλινού Κράτους και σημαντικών παλαιστινιακών προσωπικοτήτων.

 Η ακύρωση της γενικής άδειας εξόδου σηματοδότησε την έναρξη της πολιτικής κλεισίματος του Ισραήλ. Μετά από μια σειρά επιθέσεων στο εσωτερικό του Ισραήλ το 1993, «η στρατιωτική διοίκηση εξέδωσε άλλο ένα διάταγμα, ακυρώνοντας τις προσωπικές άδειες εξόδου», σύμφωνα με τη HaMoked, μια ΜΚΟ ανθρωπίνων δικαιωμάτων που εδρεύει στο Ισραήλ και βοηθά τους Παλαιστίνιους. «Στην πράξη, αυτό το διάταγμα, που  ανανεώνεται συνεχώς, καθιέρωσε το «γενικό κλείσιμο» των παλαιστινιακών εδαφών που ισχύει μέχρι σήμερα. Όπως είπε η B’Tselem, μια άλλη οργάνωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων που επικεντρώνεται στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα, «η απομόνωση της Γάζας από τον υπόλοιπο κόσμο, συμπεριλαμβανομένου του διαχωρισμού της από τη Δυτική Όχθη, είναι μέρος μιας μακροχρόνιας ισραηλινής πολιτικής». Αυτή η πολιτική διαχωρισμού και περιορισμού έγινε πιο σαφής στον απόηχο των Συμφωνιών του Όσλο. Το 1994 το Ισραήλ έχτισε έναν φράχτη γύρω από τη Γάζα, την πρώτη από τις πολλές περιφράξεις. Όταν ξέσπασε η δεύτερη Ιντιφάντα το 2000, επιβλήθηκαν ταξιδιωτικοί περιορισμοί στους κατοίκους της Γάζας, συμπεριλαμβανομένων των φοιτητών, στους/ις οποίους/ες απαγορεύτηκε να συνεχίσουν την τριτοβάθμια εκπαίδευση στη Δυτική Όχθη. «Η είσοδος των κατοίκων της Γάζας στο Ισραήλ με σκοπό οικογενειακές επισκέψεις ή η οικογενειακή επανένωση με σύζυγο, απαγορεύτηκε», σύμφωνα με τα λόγια της B’Tselem. Οι επισκέψεις Παλαιστινίων πολιτών του Ισραήλ και κατοίκων της Ανατολικής Ιερουσαλήμ σε συγγενείς τους στη Γάζα μειώθηκαν στο ελάχιστο. Επιπλέον, το Ισραήλ περιόρισε αυστηρά τη δυνατότητα ολόκληρου του πληθυσμού της Γάζας να ταξιδέψει στο εξωτερικό, με πολλούς να απαγορεύεται εντελώς να το κάνουν. Οι εισαγωγές και οι εξαγωγές περιορίστηκαν, και συχνά σταματούσαν. Το Ισραήλ απαγόρευσε επίσης στους περισσότερους κατοίκους της Γάζας να εργάζονται εντός του Ισραήλ, αφαιρώντας την πηγή εισοδήματος δεκάδων χιλιάδων. Το 2005 το Ισραήλ «αποδεσμεύτηκε» από τη Λωρίδα της Γάζας, απομακρύνοντας όλους τους εποικισμούς και τις στρατιωτικές δυνάμεις του. Ισραηλινοί αξιωματούχοι υποστήριξαν έκτοτε ότι αυτό τερμάτισε επίσημα την κατοχή της Γάζας από τη χώρα. Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, ωστόσο, το Ισραήλ παραμένει κατακτητής, καθώς διατηρεί «αποτελεσματικό έλεγχο» στα σύνορα της Γάζας (εκτός από τη Ράφα, την οποία ελέγχει η Αίγυπτος), την πρόσβαση στη θάλασσα, τον εναέριο χώρο και το μητρώο του πληθυσμού [5]. Με τον καιρό έγινε δυσκολότερο τόσο για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να οραματιστούν μια πολιτική διευθέτηση που θα αντιμετώπιζε τη Λωρίδα της Γάζας και τη Δυτική Όχθη ως μια ενιαία οντότητα, όσο και για τους ίδιους/ες τους/ις Παλαιστίνιους/ες να φανταστούν ένα συλλογικό μέλλον. Ένα άλλο κρίσιμο αποτέλεσμα της ισραηλινής πολιτικής - πιο αισθητό μετά την άνοδο της Χαμάς στην εξουσία το 2007 - ήταν η μετατροπή της κατοχής από πολιτικό και νομικό ζήτημα με διεθνή νομιμοποίηση σε μια διαμάχη για τα σύνορα στην οποία ισχύουν οι κανόνες της ένοπλης σύγκρουσης. 

    Το Ισραήλ ουσιαστικά αναμόρφωσε τη σχέση του με τη Γάζα από κατοχή σε πόλεμο, όπως αποδεικνύεται από τις πολυάριθμες θανατηφόρες επιθέσεις που εξαπέλυσε στο έδαφός της τα τελευταία δεκαεπτά χρόνια—μεταξύ αυτών οι επιχειρήσεις Operation Summer Rains (2006), Operation Hot Winter (2008), Operation Cast Lead (2008-09), Operation Pillar of Defense (2012), Operation Protective Edge (2014), Operation Guardian of the Walls (2021), Operation Breaking Dawn (2022), και Operation Shield and Arrow (2023). 

Οι διεθνείς σύμμαχοι του Ισραήλ αποδέχθηκαν γρήγορα αυτή τη στροφή: η Γάζα κατέληξε να ταυτίζεται αποκλειστικά με τη Χαμάς, και να αντιμετωπίζεται ως εχθρική ξένη οντότητα. Σύμφωνα με αυτή τη νέα προσέγγιση, το Ισραήλ απέρριψε εντελώς την ιδέα ότι η Γάζα θα μπορούσε να έχει μια οικονομία αγοράς. «Ως μέρος του συνολικού τους σχεδίου εμπάργκο κατά της Γάζας», έγραψαν Αμερικανοί αξιωματούχοι από το Τελ Αβίβ τον Νοέμβριο του 2008, «οι Ισραηλινοί αξιωματούχοι επιβεβαίωσαν… σε πολλές περιπτώσεις ότι σκοπεύουν να κρατήσουν την οικονομία της Γάζας στο χείλος της κατάρρευσης, χωρίς να την ωθήσουν πέρα από αυτό το σημείο. Πιο συγκεκριμένα, στοχεύουν να την διατηρήσουν «σε μια λειτουργία στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο, με τρόπο συμβατό με την αποφυγή μιας ανθρωπιστικής κρίσης» [6]. Ο στόχος, λοιπόν ήταν, να μην ανέλθει η ζωή των ανθρώπων πάνω από ένα ορισμένο ανθρωπιστικό επίπεδο, αλλά να διασφαλιστεί ότι θα παρέμεναν σε αυτό το επίπεδο ή και ακόμη χαμηλότερα από αυτό.

Από το 2010, το Ισραήλ έχει χαλαρώσει περιοδικά τους περιορισμούς, αλλά ο αποκλεισμός έχει καταστρέψει σχεδόν ολοκληρωτικά την οικονομία της Γάζας. Την παραμονή της τρέχουσας σύγκρουσης, η ανεργία ήταν στο 46,4%. (Το 2000, πριν από τον αποκλεισμό, ήταν στο 18,9 %) Περίπου το 65 % του πληθυσμού βρισκόταν σε επισιτιστική ανασφάλεια, που σημαίνει ότι δεν μπορούσε να έχει ασφαλή πρόσβαση σε αρκετά θρεπτικά τρόφιμα για να καλύψει τις διατροφικές τους ανάγκες, ενώ το 80 % χρειαζόταν κάποια μορφή διεθνούς βοήθειας για τη διατροφή των οικογενειών τους. Ίσως το πιο εντυπωσιακό αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν η μετατροπή των Παλαιστινίων στη Γάζα από μια κοινότητα με εθνικά, πολιτικά και οικονομικά δικαιώματα σε ένα ανθρωπιστικό πρόβλημα. Οι ανάγκες άνω των δύο εκατομμυρίων ανθρώπων περιορίστηκαν σε σακιά με αλεύρι, ρύζι και ζάχαρη — παροχή για την οποία η διεθνής κοινότητα ήταν, και παραμένει, εξ ολοκλήρου υπεύθυνη. Η Γάζα μπορούσε να βιώσει μόνο ανακούφιση, όχι πρόοδο. Ο ανθρωπισμός έγινε έκτοτε ο πρωταρχικός τρόπος αλληλεπίδρασης των διεθνών παρόχων με τους Παλαιστίνιους στη Γάζα—στην πραγματικότητα, επρόκειτο για ένα μηχανισμό που χρησιμοποιεί ο ισραηλινός στρατός για να διαχειριστεί έναν ανεπιθύμητο πληθυσμό, χωρίς άλλο όραμα παρά αυτό αυτό της περισσότερης διαχείρισης. «Η Δυτική Όχθη και η Γάζα είναι πλέον σχεδόν εντελώς αποσυνδεδεμένες», ανέφερε μια έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας το 2008, «με τη Γάζα να μετατρέπεται ολοταχώς από μια πιθανή εμπορική οδό σε έναν περιφραγμένο κόμβο ανθρωπιστικών παροχών». Το Ισραήλ, με άλλα λόγια, δημιούργησε ένα ανθρωπιστικό πρόβλημα για να διαχειριστεί ένα πολιτικό πρόβλημα. Όχι μόνο εξανάγκασε σε ανθρωπιστική παρέμβαση, αλλά μετέτρεψε τη συνηθισμένη ζωή σε πόλεμο με άλλα μέσα, χρησιμοποιώντας την απειλή της καταστροφής ως μορφή διακυβέρνησης και τον πόνο ως μέσο ελέγχου. Μέχρι πρόσφατα, ο στόχος ήταν να αποτραπεί μια μεγάλης κλίμακας καταστροφή όπως η πείνα. Τώρα αυτός ο είναι ξεπερασμένος. Τις τελευταίες δέκα εβδομάδες, με εξαίρεση μια «ανθρωπιστική παύση» μιας εβδομάδας, η Γάζα βρίσκεται υπό πλήρη πολιορκία. Το Ισραήλ ουσιαστικά σταμάτησε την είσοδο καυσίμων και περιόρισε την είσοδο τροφίμων, μεταξύ άλλων κρίσιμων αναγκών. Στους Παλαιστίνιους που αρνήθηκαν να εγκατασταθούν στο νότιο τμήμα της Λωρίδας μετά τις προειδοποιήσεις του ισραηλινού στρατού στην αρχή της επίθεσης, είπαν ότι «μπορεί να αναγνωριστούν ως συνεργοί σε τρομοκρατική οργάνωση». Ο γνώμονας της ζωής έχει πλέον αλλάξει, από την πείνα στον θάνατο. «Είμαι ακόμα ζωντανός» είναι το μέτρο με το οποίο ζουν οι φίλοι μου σήμερα στη Γάζα.

Στη Γάζα, όπου η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού είναι περιορισμένη σε μια μικροσκοπική λωρίδα γης, την οποία δεν επιτρέπεται να εγκαταλείψει, η κατοχή έχει εμποδίσει την ανάδυση κάθε είδους κανονικού κοινωνικού περιβάλλοντος. Οι νέοι, που αντιπροσωπεύουν πάνω από το ήμισυ του πληθυσμού, δεν έχουν καμία αντίληψη για τον κόσμο πέρα ​​από τη Λωρίδα. Δεν ξέρουν τί σημαίνει να επιβιβάζονται σε αεροπλάνο ή πλοίο ή ακόμα και σε τρένο. Κατά τη διάρκεια του τελευταίου μου ταξιδιού στη Γάζα το 2016, ένας φίλος και συνάδελφος μου είπε:

«Οι άνθρωποι φοβούνται να μπουν στον κόσμο ή μπαίνουν σε αυτόν αμυνόμενοι με όπλα. Το άνοιγμα μας προς τον κόσμο στενεύει, και όλο και περισσότεροι άνθρωποι φοβούνται να φύγουν από τη Γάζα επειδή δεν ξέρουν πώς να αντιμετωπίσουν τον κόσμο έξω, όπως ένας κρατούμενος που αποφυλακίζεται μετά από χρόνια εγκλεισμού. Στη Γάζα, η καθημερινή ζωή συνεπάγεται έναν μεγάλο περιορισμό του χώρου και της πεποίθησης πως αυτός ο χώρος είναι άξιος να μένει κανείς, καθώς και έναν περιορισμό της επιθυμίας, των προσδοκιών και του οράματος.

«Δεδομένων των τεράστιων δυσκολιών της καθημερινής ζωής», έγραψα για το The London Review of Books μετά από εκείνο το ταξίδι του 2016, «και οι πιο απλές ανάγκες—το να έχεις αρκετό φαγητό, ρούχα, ηλεκτρισμό—υπάρχουν για πολλούς μόνο στο επίπεδο της φιλοδοξίας». Τώρα, ακόμη και τα ελάχιστα αναγκαία είναι σε μεγάλο βαθμό απρόσιτα.

Το 1946 ο Chaim Weizmann, ο πρώτος πρόεδρος του Ισραήλ, αναφέρθηκε στη βιωσιμότητα του Σιωνιστικού σχεδίου. «Η ικανότητα οικονομικής απορρόφησης (σ.μ. νέων τεχνολογιών, επενδύσεων, γνώσεων κ.α.) μιας χώρας εξαρτάται από τον πληθυσμό της», είπε. «Οι φυσικές συνθήκες, η γονιμότητα της περιοχής, το κλίμα θα ασκήσουν την επιρροή τους. . . αλλά από μόνα τους δεν μπορούν να δώσουν καμία ένδειξη για τον αριθμό των κατοίκων που μπορεί τελικά να διατηρήσει η χώρα. Τα τελικά αποτελέσματα θα εξαρτηθούν από το αν ένας λαός είναι μορφωμένος και ευφυής…αν το κοινωνικό του σύστημα ενθαρρύνει ή όχι την ευρύτερη επέκταση της οικονομικής δραστηριότητας· εάν γίνεται έξυπνη χρήση των φυσικών πόρων· και τέλος —και μάλιστα σε πολύ υψηλό βαθμό—από το αν η κυβέρνηση ωθεί τον εαυτό της στο να αυξήσει την ικανότητα οικονομικής απορρόφησης της χώρας, ή αν αδιαφορεί για αυτήν [7].

Αυτοί είναι ακριβώς οι παράγοντες - ένας μορφωμένος πληθυσμός, μια υγιής και ενδυναμωμένη οικονομία και κοινωνία, η παραγωγική χρήση των φυσικών πόρων και ο ιθαγενικός έλεγχος πάνω στην απορροφητική ικανότητα της γης- που το Ισραήλ έχει σε μεγάλο βαθμό αρνηθεί στους Παλαιστίνιους. Από την αρχή της κατοχής, λέγεται ότι αυτή η άρνηση είναι τάχα απροσδιόριστη ή μεταβατική — μια συνθήκη που επιβάλλεται στους/ις Παλαιστίνιους/ες με την υπόσχεση για κάτι καλύτερο στον ορίζοντα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτό που μου είπε ένας αγαπημένος φίλος, ο αείμνηστος γιατρός Hatem Abu Ghazaleh στο πρώτο μου ταξίδι στη Γάζα το 1985: «Ουδέν μονιμότερο του προσωρινού».

Η Σάρα Ρόι είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Κέντρο των Μεσανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Το πιο πρόσφατο βιβλίο της είναι το Unsilencing Gaza: Reflections on Resistance.

1. Βλ. επίσης Adam Johnson, “The ‘Hunt for Hamas’ Narrative is Obscuring Israel’s Real Plans for Gaza,” The Nation, December 7, 2023; και Yuval Abraham, “‘A mass assassination factory’: Inside Israel’s calculated bombing of Gaza,” +972 Magazine, November 30, 2023.

2. Περιγράφω αυτή τη διαδικασία σε μεγαλύτερη έκταση στα βιβλία μου The Gaza Strip: The Political Economy of De-development (Institute for Palestine Studies, 1995; Third edition 2016) και Unsilencing Gaza: Reflections on Resistance (London: Pluto Books, 2021), από τα οποία προέρχονται με τροποποιήσεθς κάποια από τα αποσπάσματα αυτού του κειμένου.

3. Αφηγούμαι τις πρώτες μέρες μου στη Γάζα με μεγαλύτερη λεπτομέρεια στην εισαγωγή του βιβλίου μου Failing Peace: Gaza and the Palestinian Israeli Conflict (London: Pluto Press, 2007).

4. Amira Hass, “Israel’s Closure Policy: An Ineffective Strategy of Containment and Repression,” Journal of Palestine Studies, Vol. 31, No. 3 (Spring 2002). Το Ισραήλ αρχικά εισήγαγε αλλαγές στην πολιτική του σχετικά με τις απαγορεύσεις κίνησεις στο ξεκίνημα της Ιντιφάντα το 1988. Οι κάτοικοι της Γάζας, για παράδειγμα, έπρεπε να αποκτήσουν μια μαγνητική κάρτα προκειμένου να ταξιδέψουν στο Ισραήλ.

5. Αν και η Αίγυπτος ελέγχει το συνοριακό πέρασμα της Ράφα, το Ισραήλ ωστόσο παρακολουθεί συστηματικά όλη την κίνηση κατά μήκος του,. Από την 7η Οκτώβρη, όλες οι ανθρωπιστικές παροχές που εισέρχονται στη Γάζα πρέπει να ελέγχονται από το Ισραήλ.  

6. Αυτό διέρρευσε δημόσια χάρη στη WikiLeaks.

7. Όπως παρατίθεται στο George T. Abed, “The Economic Viability of a Palestinian State,” Journal of Palestine Studies, No. 2, Vol. 19 (1989/1990).

Σχόλια