ΓΙΑ ΤΗ ΝΕΑ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ

 Το κράτος επιμένει να προσπαθεί. Απλώς, θα συνεχίσει να χάνει.

 

Στις 6 Ιουλίου, δικάζομαι ξανά, με διώκτη μου τον ελληνικό στρατό, στο τριμελές πλημμελειοδικείο Χίου. Η κατηγορία είναι πάλι αυτή της «συκοφαντικής δυσφήμησης», δύο μόλις χρόνια μετά την αντίστοιχη δίκη στην Αλεξανδρούπολη, τον Μάιο του 2021, με την ίδια κατηγορία, τα ίδια φτηνά νομικά επιχειρήματα και κατάληξη την πανηγυρική αθώωσή μου και την ηχηρή πολιτική νίκη του αντιπολεμικού κινήματος απέναντι στο στρατό. Το κατηγορητήριο περιλαμβάνει την ίδια κοινότοπη και χυδαία συλλογιστική της ατομικής δίωξης ενός συντρόφου στο όνομα της εξόντωσης της συλλογικής λειτουργίας και δράσης της Επιτροπής Αλληλεγγύης Στρατευμένων και της Αντιπολεμικής Διεθνιστικής Κίνησης, στις οποίες έχω υπάρξει πολλά χρόνια ισότιμο και σταθερό μέλος. Κατηγορούμαι ως υπεύθυνος και «υποκινητής» ψευδών καταγγελιών, με μοναδικό πειστήριο ότι το τηλέφωνο επικοινωνίας της επιτροπής τύχαινε εκείνο τον καιρό να είναι στο όνομά μου, όπως συμβαίνει στο πλαίσιο της κυκλικής εναλλαγής, ενώ η χρήση του γινόταν από επιτροπή συντρόφων και συντροφισσών, εξουσιοδοτημένη από τις συνελεύσεις των συλλογικοτήτων αυτών, πάλι στο πλαίσιο μιας διαρκούς εναλλαγής καθηκόντων.

Πολιτικά, δε, για τους θλιβερούς διώκτες μου αλλά και τις εισαγγελίες που έκριναν βάσιμες τις μηνύσεις, φαίνεται πως είναι αδιανόητη μια τέτοια κοινή ευθύνη για ένα συλλογικό έργο αλληλεγγύης και κοινωνικής απελευθέρωσης: το να αναλαμβάνει, δηλαδή, ένας άνθρωπος, σε μια ορισμένη περίοδο, την πολιτική ευθύνη για τη συλλογική δραστηριότητα εκατοντάδων ανθρώπων, που ισότιμα συναποφασίζουν ένα πλαίσιο πολιτικής και κοινωνικής δράσης. Καταλαβαίνω τη σύγχυσή τους. Δεν τη συμμερίζομαι όμως, ούτε τους λυπάμαι. Διάλεξαν μίζερη στάση ζωής. Και είναι δικό τους πρόβλημα.

Μηνύτριά μου είναι μια υπίατρος, στρατιωτική οδοντίατρος για την ακρίβεια, η οποία ισχυρίζεται πως «θίγεται η τιμή και η υπόληψή της» από τις μαζικές καταγγελίες φαντάρων που δημοσίευσε η Επιτροπή Αλληλεγγύης Στρατευμένων τον Ιούνη του 2019, σχετικά με τις απαράδεκτες υγειονομικές συνθήκες και την άρνηση περίθαλψης που βίωναν στην 96 ΑΔΤΕ, με υπεύθυνη στη συγκεκριμένη περίπτωση, εκτός από το σύνολο της στρατιωτικής ιεραρχίας, την ίδια και τους συναδέλφους της.

 

Ας πούμε καταρχήν το εξής, για να ξεπεράσουμε τα αυτονόητα μιας ακόμα νομικής δίωξης από το κράτος. Καμιά «τιμή και υπόληψη» καμιάς αξιωματικού, ένοπλης μισθοφόρου του ελληνικού κράτους, του δολοφονικότερου (το γνωρίζουν καλά οι μετανάστ[ρι]ες και οι λαοί της Μ. Ανατολής και της Β. Αφρικής, πρώτα απ’ όλα) στη Ν. Ευρώπη και τα Βαλκάνια, δε θίχτηκε από τη δημόσια έκθεση της αλήθειας πραγματικών γεγονότων, που εξιστορούν οι φαντάροι στις καταγγελίες τους, ασχέτως ερμηνειών. Το πρόβλημά τους και οι στόχοι τους είναι άλλοι, όπως θα δούμε παρακάτω.

Ο ρόλος τους είναι δεδομένος, στα πλαίσια μιας διαρκούς επέλασης που επιχειρεί ο ελληνικός στρατός: πολεμική προετοιμασία και καταστολή εξεγέρσεων, ανελέητο κυνήγι του εσωτερικού εχθρού μαζί με την ΕΛ.ΑΣ. και λέσχες φασιστών εφέδρων, αυτοκτονίες και «ατυχήματα», άθλιες συνθήκες και εμπέδωση άγριας πειθαρχίας στη νεολαία.

Από αυτό δεν θα μπορούσε να λείπει η αισχρή υποτίμηση, που ξεκινά από την πολιτική του υπουργείου άμυνας και φτάνει ως τον τελευταίο μισθοφόρο, της υγείας νέων ανθρώπων που υποχρεώνονται να υπηρετήσουν τη θητεία του παραλόγου. Μιλάμε εξάλλου για την περίοδο πριν από την πανδημία Covid-19, όταν ήδη προετοιμαζόταν η μετάλλαξη του συστήματος υγείας σε μηχανισμό διαλογής ανθρώπων και σκουπιδιάρικου ζωών. Προσαρμογή που, με αδιαμφισβήτητο τρόπο, έδειξε στα 2 χρόνια του covid τα τρομακτικά αποτελέσματά της: ωμά πειράματα εγκλεισμού και μετατροπή επισφαλών ανθρώπων σε ομήρους των θανατηφόρων logistics του ελληνικού κράτους και των κερδών της βιομηχανίας υγείας. Θα ήταν απών ο στρατός από μια τέτοια πολεμική επιχείρηση; Όχι, βέβαια.

Ο ρόλος της στρατιωτικής ιεραρχίας, λοιπόν, είναι αυτός του εντολοδόχου και εκτελεστή των στρατηγικών επιλογών του ελληνικού κράτους. Ρόλο που υιοθετούν οι «Έλληνες και Ελληνίδες αξιωματικοί» και τον υπηρετούν μέχρι «τελευταίας ρανίδας του αίματός τους». Η μήνυση της υπιάτρου, αλλά κι όσες προηγήθηκαν, πάντα σε συνεργασία ή με έγκριση από βαθείς κρατικούς μηχανισμούς, αποδεικνύει περίτρανα του λόγου το αληθές.

Το ελληνικό κράτος διαθέτει μπόλικη μνήμη κι επιμονή. Ή, πιο σωστά, διαθέτει απεριόριστη μνησικακία κι ατελείωτες εμμονές. Και, φυσικά, έτσι πορεύεται, αφού έτσι επικράτησε, πάντα στο όριο και πάντα με μικρότητα, στους βρώμικους πολέμους του εναντίον των καταπιεσμένων: από το ιδιώνυμο και τον εμφύλιο, στη μετεμφυλιακή και χουντική περίοδο, ως τα «ειρηνικά» χρόνια της «μεταπολιτευτικής δημοκρατίας» και των πογκρόμ, πρώτα σε πολιτικούς εχθρούς και -εδώ και τρεις δεκαετίες- σε μετανάστ(ρι)ες που προκαλούν οι πόλεμοί του σε πάνω από 20 σημεία στον πλανήτη.

Με ανάλογο τρόπο επιχειρεί να καταβάλει την ιστορική δράση και την αδιάσπαστη ενότητα της Αντιπολεμικής Διεθνιστικής Κίνησης, και της Διεθνιστικής Κίνησης Antiwar, της Επιτροπής Αλληλεγγύης Στρατευμένων, καθώς και της Δράσης των στρατευμένων νέων, με τη λειτουργία του Δικτύου Ελεύθερων Φαντάρων Σπάρτακος.

Δεν μας εκπλήσσει, λοιπόν, η επιμονή στη μικρότητα που δείχνει με τις διώξεις ενάντια στο αντιπολεμικό κίνημα μέσα κι έξω από το στρατό. Δεν έχει σημασία για το ίδιο το γεγονός πως έχασε πανηγυρικά όλες τις δικαστικές μάχες στις οποίες προσπάθησε να μας σύρει. Τις συνεχίζει, εγκλωβισμένο στην ανάγκη να μας καταστείλει.

Δυστυχώς, γι’ αυτούς τους μηχανισμούς κάθε σχέδιο που απεργάστηκε εναντίον μας ηττήθηκε κι έπιασε πάτο: ύπουλες επιθέσεις ενάντια στην εγκυρότητα των καταγγελιών και της δράσης μας, απειλές κι εκβιασμοί σε αγωνιζόμενους φαντάρους και στον κόσμο του αντιπολεμικού κινήματος, διαρκείς παρακολουθήσεις και πιέσεις υπηρεσιών σε μέλη μας, η τοποθέτηση χειροβομβίδας σε αυτοκίνητο συντρόφου από «αγνώστους». Απ’ την άλλη, παρακάλια «καλόπιστων» σοσιαλδημοκρατών, να «δουλέψουμε μαζί» με κυβερνητικά σχέδια «για το καλό των νέων», προτάσεις συνεργασίας για «βελτίωση των συνθηκών», με μοναδικό στόχο τη συγκάλυψη των εγκληματικών πρακτικών του ελληνικού στρατού.

Απέτυχαν σε όλα. Το μόνο που τους έχει μείνει είναι θλιβερές και μέτριες απόπειρες μικρο-συνεργατών και μικρομεσαίων στελεχών τους: καθηγητών πανεπιστημίων που θέλουν να κάνουν περιουσίες πουλώντας «εθνικά drones» σε πολεμικές βιομηχανίες, δημοσιογράφους και μιλιταριστικά site, που πουλάνε εθνικοφροσύνη μαζί με προτάσεις δισεκατομμυρίων για πολεμικούς εξοπλισμούς, και -τελευταίο- τον άθλιο εθνικό κορμό των ελλήνων αξιωματικών που ξεζουμίζουν φαντάρους και μικροστελέχη για να επιβάλουν το εθνικό αφήγημα της πολεμικής ετοιμότητας, με προσωπικά κίνητρα. Για να πουληθούν και να αγοραστούν όπλα, να μεγαλώσουν οι προϋπολογισμοί, να εμπεδωθεί η «τάξη και η ασφάλεια» όταν χρειαστεί.

Ας ξεκαθαρίσουμε λοιπόν: Αυτή η δίωξη, όπως και οι προηγούμενες, από νατοϊκούς αξιωματικούς και εθνικιστές καθηγητές με οργανική σχέση με τις ένοπλες δυνάμεις, δεν είναι μια προσωπική διαφορά μεταξύ κάποιων ιδιωτών. Είναι μια ακόμα, μεταξύ πολλών, απόπειρα του στρατού να πλήξει το αντιπολεμικό κίνημα, να υποτάξει τη στρατευμένη νεολαία, να παραδειγματίσει τους ανθρώπους που ασφυκτιούν, να αντιμετωπίσει προληπτικά τις πολυεθνικές κοινότητες αγώνα μέσα κι έξω από το στρατό. Εκτελεί αυτό το σχέδιο, μέσω «αγανακτισμένων» και χρήσιμων «υπαλλήλων» που πιστεύουν ότι τα μικροσυμφέροντά τους ταυτίζονται με τους εθνικούς στόχους κράτους και κεφαλαίου.

 

Δε δικάζομαι, συνεπώς, επειδή «έθιξα» μια στρατιωτική γιατρό. Δικάζομαι γιατί υπήρξα μέλος μιας μεγαλειώδους ενότητας του ανυποχώρητου επαναστατικού αντιπολεμικού κινήματος. Αυτή η ενότητα, αποτυπωμένη στην ενιαία λειτουργία της Αντιπολεμικής Διεθνιστικής Κίνησης και της Επιτροπής Αλληλεγγύης Στρατευμένων, συνέβαλε σε νίκες εναντίον της κρατικής πολεμικής μηχανής, βοηθώντας στην ενότητα χιλιάδων αγωνιστών και αγωνιστριών μέσα κι έξω από το στρατό με τους αρνητές στράτευσης, τις πολύμορφες δράσεις από τους αντιρρησίες συνείδησης ως τις μαχητικές κοινωνικοπολιτικές πρωτοβουλίες και τις οργανώσεις που αντιπαρατέθηκαν με τους πολέμους της, τον εθνικισμό, το ρατσισμό, τη σεξιστική βία στο εσωτερικό της, τα δόγματα ασφαλείας.

Αυτή η ενότητα συνέβαλε αποφασιστικά:

Στις μάχες ενάντια στην εμπλοκή του ελληνικού στρατού σε δεκάδες πολέμους αναγκάζοντας τις ελληνικές κυβερνήσεις να εισάγουν εσπευσμένα μισθοφόρους στις τάξεις του.

Στο μπλοκάρισμα κυκλωμάτων ναρκωτικών, που εκμεταλλεύονταν, τσάκιζαν και σκότωναν χιλιάδες νέους στη θητεία τους.

Στην αποκάλυψη και το μπλοκάρισμα των «Μνημονίων Καταστολής Πλήθους» του ελληνικού στρατού και των ασκήσεων καταστολής πλήθους.

Στις αρνήσεις φαντάρων και στελεχών για συμμετοχή σε πολεμικές επιχειρήσεις, ασκήσεις των στρατηγικών συμμάχων του ελληνικού κράτους, εκστρατείες του ΝΑΤΟ και του ευρωστρατού, απ’ το Μάλι και τον Περσικό Κόλπο, ως τη Σούδα και το Άκτιο.

Στις μαζικές αρνήσεις ενάντια στην εμπλοκή φαντάρων στον «πόλεμο κατά των μεταναστών» και στη λειτουργία του στρατού ως απεργοσπαστικού μηχανισμού και δύναμης καταστολής στις μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις τις τελευταίας δεκαετίας.

Και φυσικά, έδωσε τη δυνατότητα να κερδίσουν την έμπρακτη βελτίωση της ζωής τους, χιλιάδες νέες και νέοι, που ήρθαν αντιμέτωποι/ες με το σύμπλεγμα άμυνας-ασφάλειας, μέσα κι έξω από το στρατό. Όχι όμως σαν προσωπική χάρη, ούτε σαν κατάληξη «ανταλλαγής», είτε πολιτικής είτε ατομικής, αλλά σαν αποτέλεσμα ριζοσπαστικής συλλογικής δράσης, με στρατηγικό ορίζοντα τη σύγκρουση με το κράτος και το στρατό του.

Αυτό, εξάλλου, είναι που ενοχλεί περισσότερο απ’ όλα.

Γι’ αυτό δε θα μας συγχωρήσουν ποτέ. Καλά κάνουν. Να φοβούνται. Δεν πρόκειται να σταματήσουμε ποτέ.

Θα έλπιζαν, οι μηχανισμοί που εδώ και χρόνια απεργάζονται τα σχέδια εναντίον μας, ότι η εφήμερη υποχώρηση αυτή της ιστορικής ενότητας, θα αρκούσε, μέσω των πιέσεων και των επίμονων διώξεων, να μετατρέψει, απ’ τη μία, τις αναλύσεις και τη στρατηγική εμπειρία του αντιπολεμικού κινήματος σε άνευρες ακαδημαϊκές ασάφειες αποκομμένες από την κοινωνία, κι απ’ την άλλη, τις καθημερινές μάχες μέσα κι έξω από το στρατό σε άνευρο σύνολο δράσεων κάποιας ρηχής συνδικαλιστικής καρικατούρας ή ΜΚΟ με τον υποτιμητικό τίτλο «η κάλτσα του φαντάρου». Ώστε να μπορούν μετά να διαπραγματευτούν την ενσωμάτωση, τις μικρές υποχωρήσεις τους και τη συγκάλυψη των ειδεχθών εγκλημάτων τους.

Δυστυχώς γι’ αυτούς, όλες οι ιστορικές κατακτήσεις, η εμπειρία των μαχών, τα αναλυτικά εργαλεία τη σύγκρουσης με το στρατιωτικό σύμπλεγμα κράτους και κεφαλαίου, η αντίληψη του κοινωνικού-διακρατικού πολέμου, της σχέσης εσωτερικού κι εξωτερικού εχθρού, της βαθιάς σύνδεσης φασισμού-δημοκρατίας και στρατού-αστυνομίας-πολιτικών μηχανισμών, της κανονικοποιημένης κατάστασης έκτακτης ανάγκης, των νέων κοινωνικών αγωνιστικών μορφών και τόσων άλλων, όχι μόνο δεν υποχωρούν αλλά γενικεύονται σε ακόμα περισσότερες χιλιάδες αγωνίστριες και αγωνιστές, σε συλλογικότητες και σε ακόμα περισσότερο κόσμο που ήδη ξαναμπαίνει στις μάχες που έρχονται και τόσο τρομάζουν τους κυρίαρχους.

 

Δεν μπορούν να κάνουν κάτι άλλο από το να προσπαθήσουν να τιμωρήσουν τη συλλογική ιστορική μας δράση, με μια ακόμη απόπειρα ατομικής εξόντωσης. Όμως, όπως λέει και η γνωστή έκφραση, «μόνο ένας ηλίθιος ελπίζει ότι θα κάνει ξανά το ίδιο πράγμα και θα έχει διαφορετικό αποτέλεσμα». Ας προετοιμαστούν λοιπόν, να υποστούν το ίδιο αποτέλεσμα. Αυτό της ήττας τους παντού: σε δικαστήρια και δρόμους.

Εκεί όπου χιλιάδες αγωνίστριες κι αγωνιστές, κόσμος των νέων κοινωνικών κινημάτων και αγώνων, μέλη της ιστορικής πορείας της Αντιπολεμικής Διεθνιστικής Κίνησης και της Επιτροπής Αλληλεγγύης Στρατευμένων, χιλιάδες παλιοί και νέοι στρατευμένοι που έδωσαν και δίνουν αγώνες, θα τους δείξουν μέχρι τέλους γιατί αυτοί θα πρέπει να αγωνιούν κι όχι εμείς.

02/06/2023

Νίκος Χαραλαμπόπουλος

Σχόλια