Για την Ουκρανική κρίση (και τις κρίσεις της εποχής μας)


«Τα προβλήματα των Ηνωμένων Πολιτειών μπορούν να συνοψιστούν σε δύο λέξεις: 

στο εξωτερικό, η Ρωσία· στο εσωτερικό, η εργασία»

Charles Wilson, 1946

«Παρά την όλη υστερία της περί επικείμενου πολέμου, είναι φανερό ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν πιστεύει πως ο Πούτιν μπλοφάρει κι ότι δεν θα ρισκάρει την οικονομική ζημιά από την επιβολή των επαπειλούμενων “βαρύτατων κυρώσεων” (Ούτε, από την άλλη, θα πάρουν οποιοδήποτε ρίσκο η Γερμανία ή η Γαλλία). Αν αυτό είναι σωστό, και ο Πούτιν δεν προχωρήσει σε ένοπλη δράση, το αποτέλεσμα θα είναι διαρκής χαμηλής έντασης πόλεμος στο Ντονμπάς, χωρίς τέλος στον ορίζοντα», έγραφε στην Washington Post, την 1η Φεβρουαρίου, η Katrina vanden Heuvel.  «Η ρωσο-ουκρανική κρίση μας θυμίζει ότι η απουσία πολέμου δεν είναι πάντα ειρήνη», υποστηρίζει ήδη από τον τίτλο της ανάλυσής της στον τομέα εξωτερικών σχέσεων της ΕΕ στο site του LSE, η Marnie Howlett, λέκτορας στην Οξφόρδη.

Χωρίς να διακρίνονται για την «αυτόνομη», «μεταμοντέρνα» ή («απλώς») ταξική οπτική τους στα ζητήματα των σύγχρονων γεωπολιτικών συγκρούσεων και των επεισοδίων ασφάλειας ανά τον πλανήτη, οι δύο αρθρογράφοι μάλλον αγγίζουν τον πυρήνα της σύγχρονης κρατικής οπτικής για τα φλέγοντα πεδία συγκρούσεων του καιρού μας και τις μορφές του πολέμου που τα διαπερνούν, κάτι που - μάλλον, αντίστοιχα - φαίνεται να αδυνατεί να κάνει η πλειοψηφία του κινήματος σήμερα.

Το συνοπτικό κείμενο που διαβάζετε, αποτελεί τομή-και-συνέχεια μιας μπροσούρας που εκδόθηκε σε περιορισμένα αντίτυπα, από την Αντιπολεμική Διεθνιστική Κίνηση, το 2014, για την Ουκρανία, και η οποία παρατίθεται για πρώτη φορά σε ηλεκτρονική μορφή*. Πυκνός ιστορικός χρόνος έχει μεσολαβήσει από το μακρινό, όπως φαίνεται σήμερα, 2014. Ωστόσο, το κοινό σημείο που συνδέει την στέρεα λογική των δύο κειμένων, είναι ερωτήματα που ακόμη θεωρείται περίπου αδιανόητο να τεθούν με μαζικούς κοινωνικούς και πολιτικούς όρους: Πώς είναι δυνατόν να μιλάμε για την απειλή πολέμου όταν αυτός ποτέ δε σταμάτησε, σαν μια αδυσώπητη μηχανή που εξακολουθεί να απελαύνει με φανερές και κρυφές μορφές, με επίσημες κηρύξεις ένοπλων δράσεων και ανεπίσημες μορφές συγκρούσεων με όλα τα μέσα και σε όλα τα πεδία; Κι, ακόμα, αφού και οι δύο ισχυρισμοί είναι «νόμιμοι» (ο «πόλεμος ποτέ δε σταμάτησε» αλλά «επιστρέφει και πάλι») τότε τι μπορεί να σημαίνει κάτι τέτοιο για την επιμονή μας σε αυτό που φαίνεται σαν ενδιάμεση «ειρήνη»; Αν βρισκόμαστε, ήδη, στη μέση ενός-ή-πολλών «ακήρυκτων» πολέμων, τότε πόσο κοινωνικοί είναι αυτοί, πώς συνδέονται μεταξύ τους, ποια είναι τα στρατόπεδα που διαμορφώνονται και οι «στρατιώτες» τους;

Παρακάτω, τίθενται κάποιες σκέψεις γύρω από αυτά τα ερωτήματα, με αφορμή το «ουκρανικό ζήτημα», τις πρακτικές συνέπειές τους και την ανάγκη για ένα νέο πολιτικό αντιπολεμικό πρόταγμα που να αντιστοιχεί στις ανεσταλμένες επαναστατικές δυνατότητες της εποχής μας.

 

Για την Ουκρανική κρίση

 

«Όταν ξέσπασε ο πόλεμος της Κορέας το 1950, “η εισβολή παρουσιάστηκε ως θετική απόδειξη της ύπαρξης μιας ‘διεθνούς κομμουνιστικής συνωμοσίας’ με επικεφαλής τη Ρωσία, που θα γινόταν το σύνθημα του Ψυχρού Πολέμου, και της ανάγκης για διαρκή ετοιμότητα. ‘Η Κορέα ήρθε και μας έσωσε’, θα θυμόταν αργότερα ο Dean Acheson, μιλώντας για τα γεράκια”»

Anonyme, Manifeste conspirationniste, 2022

 

Η «ουκρανική κρίση» ήρθε να προστεθεί τους τελευταίους μήνες στο μεγάλο λεξικό των κρίσεων που χαρακτηρίζουν την ουσία των κυβερνητικών μοντέλων του καιρού μας. Η κρίση, με αυτή την έννοια, είναι κάθε φορά το μετέωρο βήμα των σύγχρονων μοντέλων διακυβέρνησης προς νέες συνθέσεις ώστε να ενσωματωθεί η δυσφορία των μαζών, να διαχωριστούν εκ νέου και πιο αποτελεσματικά οι πλεονάζοντες πληθυσμοί, να επιτευχθούν νέες δυνατότητες πειθαρχίας μέσα από την οικειοθελή συμμετοχή των νέων υποκειμένων στις νέες συνθήκες εγκλωβισμού τους.

Εντός αυτής της κίνησης, ο διακρατικός πόλεμος, αλλά κυρίως η πολεμική προετοιμασία και η αδιάκοπη σκηνοθεσία της, δεν είναι παρά μια θεμελιώδης μορφή εμπέδωσης της ασφάλειας, ο ακρογωνιαίος λίθος μιας διηνεκούς ειρήνης που έχει μετατρέψει τα πολεμικά επεισόδια σε ειρηνευτικές επιχειρήσεις, τα στρατιωτικά τμήματα, τις πολιτικές δραστηριότητες και το βιομηχανικό σύμπλεγμα άμυνας-ασφάλειας σε υλική βάση της καθημερινής ζωής και της οικοδόμησης ενός συμπαγούς εθνικού κορμού, σε κάθε χώρα, περιφέρεια και αστική ζώνη.

Βάζοντας εισαγωγικά στην ουκρανική κρίση καθόλου δεν επιχειρούμε να μειώσουμε τη σημασία της, την τρομερή και διαρκή αγωνία και εξαθλίωση των πληθυσμών που ζουν κυριολεκτικά στα πεδία μάχης που ετοιμάζει η τρομακτική συσσώρευση όπλων και δυνάμεων των εμπλεκόμενων ανταγωνιστών –των ΗΠΑ, της Ρωσίας, της Κίνας, του ουκρανικού κράτους, της ΕΕ- σε ένα νέο επεισόδιο ένοπλης διαπραγμάτευσης. Περισσότερο θέλουμε να επισημάνουμε την ανάγκη μας να διαχωριστούμε από το φετίχ του θεάματος, που εμφανίζει στην οθόνες μας την απειλή μιας δυνητικής καταστροφής ώστε να απασχολούμαστε αγνοώντας την συμπληρωματική πραγματικότητα της διαρκούς καταστροφής που συμβαίνει γύρω μας. Να περιμένουμε τον πόλεμο που θα συμβεί, σαν μια τηλεοπτική έναρξη στρατιωτικών επιχειρήσεων όπως το ξημέρωμα της 17ης Ιανουαρίου 1991 στο Ιράκ, ενώ στρατιωτικά και στρατιωτικοποιημένα σώματα διεξάγουν διαρκώς τέτοιες επιχειρήσεις σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη.

Ακόμα, βέβαια, και σε αυτό το γερασμένο πλαίσιο της διάκρισης μεταξύ «πραγματικού πολέμου», που φέρνει τον Αρμαγεδδώνα, και «ασταθούς ειρήνης», που πρέπει να διαφυλαχτεί, οι θιασώτες της μορφής των στρατιωτικών επιχειρήσεων που περιλαμβάνουν προελάσεις μαζικών σχηματισμών από τεθωρακισμένα σε αχανείς πεδιάδες ή επελαύνοντα σμήνη μαχητικών σε ανοιχτούς ουρανούς - και περιμένουν αντίστοιχες εικόνες σήμερα για να ανακηρύξουν την έναρξη μιας γενικευμένης πολεμικής σύρραξης (που κατά τα φαινόμενα αναβλήθηκε για άλλη μια φορά) - ίσως να δυσκολεύονται να ερμηνεύσουν την κλιμάκωση αντίστοιχων τέτοιων επιχειρήσεων στο πεδίο του κυβερνοπολέμου, την ίδια ακριβώς ημέρα που γίνεται γνωστή η έναρξη της αποκλιμάκωσης των στρατιωτικών προετοιμασιών. Βέβαια, όπως μας διαβεβαιώνουν όλα τα ακμαία πολεμικά δόγματα και πρωτόκολλα άμυνας-ασφάλειας όλων των μεγάλων και μικρών δυνάμεων, ο κυβερνοπόλεμος είναι εξίσου πόλεμος όπως οι εκτοξεύσεις υποστρατηγικών πυραύλων και οι μαζικοί βομβαρδισμοί ή οι ειδικές επιχειρήσεις. Αρκετές φορές, δε, οι συνέπειες τους είναι ακόμα πιο ολέθριες σε υποδομές, ανθρώπους και ζωές. Ας κρατήσουμε αυτή τη σκέψη για μία επόμενη κρίση, που είναι βέβαιο ότι έτσι κι αλλιώς θα παρουσιαστεί.

Όπως μπορούν να διαβεβαιώσουν οι Ουκρανοί και οι Ουκρανές, που βιώνουν την πολεμική -και άνιση πάντα για τους/τις καταπιεσμένους/ες- αναμέτρηση μιας τυπικής ειρήνης στα μισά και παραπάνω εδάφη της Ουκρανίας (είτε αυτή η ειρήνη λέγεται Μινσκ 1 ή Μινσκ 2) από το 2014 έως σήμερα, θα μπορούσαν εξίσου εύκολα να το κάνουν οι Σύριοι και οι Σύριες, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης δίπλα στις ελληνικές πόλεις μας, τα διαλυμένα Βαλκάνια που ακόμα τσακίζονται από τους εθνικισμούς και τις «ειρηνευτικές επεμβάσεις», οι πληθυσμοί από το Αφγανιστάν και το Πακιστάν, οι μαύροι και οι μαύρες στις ΗΠΑ, οι αποκλεισμένες/οι των γκέτο και τα μαύρα ή κίτρινα γιλέκα στη Γαλλία, οι εξαθλιωμένοι πληθυσμοί στη Γάζα ή οι πολίτες δεύτερης κατηγορίας στο Ισραήλ, οι αφρικανοί/ές μετανάστριες ή τα θύματα ενός υπερδεκαετούς πολέμου στη Λιβύη. Τυχαία, τα συντριπτικά περισσότερα από τα παραδείγματα που αναφέρουμε αφορούν όλα και θέατρα επιχειρήσεων της ελληνικής πολεμικής μηχανής. Τα υπόλοιπα, των στρατηγικών συμμάχων της. Αλλά αυτό είναι κάτι στο οποίο θα επιστρέψουμε.

Η σημερινή κατάσταση στην Ουκρανία, μια κατάσταση που έχει τους ιστορικούς της κόμβους στον ουκρανικό εμφύλιο και τη ρώσικη επέμβαση του 2014-15 και -ακόμα πιο πίσω- στην πορτοκαλί επανάσταση του 2004 κι ένα απέραντο δίκτυο ΜΚΟ που στήθηκε για τη «διαχείριση» της κατάστασης, συνιστά χαρακτηριστικό δείγμα ενός ιστορικού κύκλου ήττας, την οποία πρέπει να κατανοήσουμε για να προχωρήσουμε παρακάτω. Η σημερινή κατάσταση στην Ουκρανία μοιάζει με μια πιο «κανονική» εκδοχή της κατάστασης στη Συρία. Εκδοχή μιας αναμέτρησης, που δεν είναι εντελώς υβριδική σε ένα πεδίο μάχης «δι’ αντιπροσώπων» εκτεινόμενο σε ένα ολόκληρο failed state, αλλά επαναφέρει το συμβολισμό χαρακτηριστικών του ψυχρού πολέμου. Και στις δύο, όμως, περιπτώσεις βλέπουμε την ιστορική αντιστροφή μεταξύ επαναστατικών δυνατοτήτων και αντεπαναστατικής κατάστασης. Έναν αιώνα πριν, τα απελευθερωτικά σχέδια επιχείρησαν να επιβάλουν μια κοινωνικά δίκαιη ειρήνη σύμφωνα με την λενινιστική αρχή της «μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο». Σήμερα, βλέπουμε τις εξεγέρσεις για κοινωνική δικαιοσύνη, ελευθερία και ισότητα, όταν δεν ενσωματώνονται σε καταρρέουσες και χιλιο-ανακυκλωμένες κυβερνητικές εναλλαγές, να μετατρέπουν τους εμφυλίους που ξεσπούν πάνω στην ήττα τους σε ιμπεριαλιστικούς πολεμικούς ανταγωνισμούς, που εγγυώνται μια όλο και πιο αιματηρή pax capitalista.

Η συγκέντρωση δυνάμεων στην Ουκρανία και οι πολεμικές κραυγές, χέρι-χέρι με τις επαναλαμβανόμενες «διπλωματικές πρωτοβουλίες» και τα οικονομικά και πολιτικά μέτρα, είναι μια ακόμα ένοπλη πολεμική διαπραγμάτευση μεταξύ πολλαπλών καπιταλιστικών μπλοκ που επιχειρούν να διασφαλίσουν ζωτικό χώρο, εμπλέκοντας και χρησιμοποιώντας εκατομμύρια ανθρώπους σε αυτήν. Δεν είναι απλώς η διεκδίκηση ή υπεράσπιση εδαφών, ακριβώς γιατί ο σημερινός «ζωτικός χώρος» είναι πολύ περισσότερο από εδάφη: είναι περιφέρειες ασφάλειας, μοντέλα καπιταλιστικής συσσώρευσης, πολιτισμικές προβολές, αγορές προς ανάπτυξη, γεωπολιτικές συμμαχίες και μπλοκ. Όπως ο πόλεμος είναι πλέον η διάσταση που επεμβαίνει για να διαφυλάξει «κάθε πεδίο κέρδους» έτσι και οι διαπραγματεύσεις του έχουν ταυτόχρονα το υπονοούμενο του στρατιωτικού ολέθρου και τη διαβεβαίωση ότι εργάζονται για «την ειρήνη».

Ο σημερινός ψυχρός πόλεμος, που όλοι διαβεβαιώνουν ότι «επιστρέφει» ή «κάποια στιγμή θα επιστρέψει», είναι πιο ολοκληρωτικός από ποτέ, εκτεινόμενος σε όλα τα επίπεδα της ζωής, και ταυτόχρονα είναι εύκολο να τον αρνηθούν κάθε στιγμή, με την έννοια ότι καμιά πολεμική επιχείρηση δεν εμφανίζεται ως τέτοια. Μόλις ένας μήνας έχει περάσει από τη διεθνή στρατιωτική επέμβαση, υπό την αιγίδα της Ρωσίας, στο Καζακστάν για την καταστολή της εξέγερσης εκεί. Ελάχιστος χρόνος για να μπορούμε να ξεχάσουμε την ευκολία με την οποία όλοι οι εμπλεκόμενοι, που κραυγάζουν σήμερα για την απειλή στην Ουκρανία, δέχτηκαν το status quo της επέμβασης του Συμφώνου για την Συλλογική Ασφάλεια (CSTO) στο Αλμάτι και στα «σημεία ενδιαφέροντος» της ενεργειακής παραγωγής του Καζακστάν, στα οποία οι αμερικάνικες BP και Chevron είναι οι κύριοι επενδυτές.

Είναι πραγματικότητα, προφανώς, η απόπειρα της «ΝΑΤΟϊκής περικύκλωσης» της Ρωσικής ομοσπονδίας. Η αναζήτηση των αιτιών, όμως, δεν μπορεί να βρίσκεται στις ηθικολογίες του αντιιμπεριαλιστικού κινήματος περί «πολεμοχαρών γερακιών». Αφενός, αυτό δεν είναι ειδοποιό χαρακτηριστικό ενός μπλοκ· αποτελεί ταυτολογία για την λειτουργία της κυκλοφορίας του κεφαλαίου και της κρατικής κυριαρχίας, ανατολικού ή δυτικού τύπου (και πάντως σίγουρα σκληρά καπιταλιστικού). Αφετέρου, αυτή η απόπειρα υπερεπέκτασης της στρατηγικής ασφαλείας του ΝΑΤΟ (και της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας) είναι η αγωνιώδης απόπειρα του αμερικανικού και -με παλινωδίες- ευρωπαϊκού κεφαλαίου να αντισταθμίσει τον ασφυκτικό ενεργειακό εναγκαλισμό και το αχανές στρατηγικό βάθος της Ρωσίας.

Από την άλλη, η ρωσική στρατηγική απάντηση βρίσκεται στην απαίτηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας να αποκατασταθεί το στρατηγικό γεωπολιτικό status της παλιάς ρωσικής αυτοκρατορίας και της σοβιετικής εποχής. Ένοπλη-και-μη επιδίωξη για το ρωσικό κράτος και κεφάλαιο είναι μια εφ όλης της ύλης επαναδιαπραγμάτευση των ευρωπαϊκών ζητημάτων με άξονα το τρίγωνο Καύκασος-Βαλκάνια-Αρκτικός. Επιχειρώντας να βαθύνει τις σχέσεις της με την Κίνα, να παίξει έναν διευρυμένο -και όχι μόνο στρατιωτικό- ρόλο στην ανάπτυξη του «νέου δρόμου του μεταξιού» (Belt and Road Initiative) και των εναλλακτικών διαδρομών του, να αναβαθμίσει το ρόλο της στο Σύμφωνο της Σαγκάης, να ενταχθεί σε ένα αναδυόμενο διεθνές σύστημα συναλλαγών και χρηματοοικονομικών παραγώγων, η Ρωσία απαιτεί να διευρύνει τη δική της αυτοτελή περιφέρεια. Η Μαύρη Θάλασσα, οι πεδιάδες της Ουκρανίας, τα Βαλκάνια και η Ανατολική Ευρώπη, όπως και η Βαλτική και η θάλασσα του Μπάρεντς, είναι ζωτικά σημεία αυτού του σχεδίου. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, εξάλλου, ότι για τις τρεις από τις τέσσερεις μεγάλες δυνάμεις που λαμβάνουν θέσεις μάχης γύρω από την ουκρανική κρίση (αν εξαιρέσουμε, δηλαδή, την ΕΕ), αυτή η αντιπαράθεση συνιστά κρίσιμη προετοιμασία και καταμέτρηση δυνατοτήτων για ένα πολύ ευρύτερο θέατρο σχεδόν βέβαιης αναμέτρησης: τον Ειρηνικό ωκεανό. Για όλους, δε, τους εμπλεκόμενους, υπάρχει ένα μελλοντικό τεράστιο πεδίο βίαιου ανταγωνισμού, στο οποίο επιχειρούν ήδη να λάβουν προνομιακές θέσεις: η Αφρική - και ειδικά η υποσαχάρια.

Αν έχει νόημα να κάνουμε μια φαινομενική, και μόνο, διάκριση μεταξύ επιτιθέμενων και αμυνόμενων μερών, σε μια διαδικασία που εσωτερικεύει τα πολεμικά δόγματα (με κοινά χαρακτηριστικά) όλου του πλανήτη στις καθημερινές πλευρές των σχέσεων της αστικής κοινωνίας και των λειτουργιών του κεφαλαίου, ως λειτουργιών ασφάλειας-και-ανάπτυξης και τα εξωτερικεύει σαν στιγμές απειλής ή προετοιμασίας διακρατικών πολέμων, αυτό χρειάζεται μόνο για μια διαπίστωση: για το δυτικό στρατόπεδο της αυτοκρατορίας του κεφαλαίου τελειώνει γρήγορα ο χρόνος (και τα φράγκα). Η προϊούσα παρακμή των δυνατοτήτων ενσωμάτωσης ευρύτερων μαζών, η αδυναμία αναδιαμόρφωσης και διευρυμένης πειθάρχησης των κοινωνικών υποκειμένων, σύμφωνα με τις ανάγκες και τις επιθυμίες που γέννησε η επέκταση του κεφαλαίου σε όλο το φάσμα της ζωής αλλά και τις προϋποθέσεις που διαμόρφωσαν οι προηγούμενοι κύκλοι ανάπτυξής του, το βαθύ χάσμα που ανοίγεται ανάμεσα στα διαθέσιμα μέσα και τις υπεσχημένες δυνατότητες, ανάμεσα στα αποκλεισμένα και ενταγμένα τμήματα των δυτικών μητροπόλεων, η υποχώρηση της «πρωτοκοσμικής δύσης» από το ρόλο του κέντρου βάρους της συνολικής κίνησης του παγκόσμιου κεφαλαίου που οδεύει ξανά προς την ανατολή, και μάλιστα νοτιότερα, έπειτα από ένα διάλειμμα 300-400 περίπου χρόνων, το αναγκάζουν να στραφεί στα μέσα που κάθε κρατική μορφή μαθαίνει ήδη από την αρχή της: την ένοπλη βία σαν μοναδικό φορέα ασφάλειας και την ωμή πειθάρχηση σαν μοναδική μορφή ομαλότητας.

Οι πόλεμοι που εξαπολύει η πολυμερής αυτοκρατορία του κεφαλαίου σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη φέρει αδιακρίτως τη συσσωρευμένη εμπειρία που απέκτησε η δύση, σκορπίζοντας την καταστροφή στον υπόλοιπο κόσμο, στα χρόνια της ακμής της. Η Κίνα, όμως, εκτόξευσε τις ονειρώξεις των δυτικών κρατών (και τα γέμισε πόνο για την αδυναμία τους να υιοθετήσουν ένα τέτοιο μοντέλο με επιτυχία), με τη στρατιωτικοποίηση της υγειονομικής διαχείρισης της πανδημίας συνοδευόμενη από την εντυπωσιακή ανάπτυξη υγειονομικών μέσων και πολιτικής προστασίας· ένα ολοκληρωτικό σχέδιο μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια: drones, στρατιωτικά checkpoints, υψηλή τεχνολογία παρακολούθησης και ταυτοποίησης γενικευμένη παντού, δίπλα σε νοσοκομεία που χτίζονται σε χρόνους-ρεκόρ και δομές πολιτικής προστασίας για την βιωσιμότητα των logistics μιας τέτοιας επιχείρησης. Θα μπορούσαν να ακολουθήσουν μια τέτοια κρατική απόκριση οι ΗΠΑ και η ΕΕ για τον «πόλεμο ενάντια στον αόρατο εχθρό» που κήρυξε όλος ο πλανήτης από το 2020 έως σήμερα; Μην παραξενεύεστε που παίρνουμε κυριολεκτικά τις δηλώσεις των κυβερνητικών επιτελείων σε όλο τον πλανήτη. Αν δεν ήταν κυριολεκτικά εχθρός και δεν μιλούσαμε πραγματικά για πόλεμο, τότε προς τι η ενεργοποίηση όλων των δογμάτων άμυνας-ασφάλειας, η διευρυμένη χρήση και εμπλοκή στρατιωτικών δυνάμεων σε αμιγώς «υγειονομικές υποθέσεις», ο τρόμος που σπάρθηκε σε κάθε γωνιά βάσει ενός «δόγματος του σοκ», δίπλα στον υπαρκτό φόβο μιας άγνωστης κατάστασης; Και γιατί να μιλάμε για το «εντυπωσιακό υπόδειγμα της Κίνας» που σηματοδοτεί ένα «αστραφτερό μέλλον» για τις αστικές κοινωνίες, αν αυτό δεν είναι η αποφασιστική απόκριση μιας πολεμικής μηχανής σε μια «κατάσταση έκτακτης ανάγκης». Αν σκεφτεί κανείς δίπλα-δίπλα τα παραδείγματα της διαχείρισης καταστροφών στις περιπτώσεις του τυφώνα Κατρίνα στις ΗΠΑ και της Covid στην Κίνα, δεν μπορεί παρά να σκεφτεί ποιο είναι ακριβώς το μέλλον.

Checkpoints του ισραηλινού στρατού στη Γάζα και επιδρομές του ινδικού στρατού στην Ούταρ Πραντές. Ο ευρωπαϊκός έλεγχος της μετανάστευσης στο έδαφος της Λιβύης. Pushbacks και σιδερόφρακτα σύνορα της Frontex, του ελληνικού και του ιταλικού λιμενικού στη Μεσόγειο. Το αμερικάνικο τείχος στο Μεξικό και η συνδυασμένη δράση εθνοφυλακής και εξοπλισμένων-ως-τα-δόντια δυνάμεων ασφαλείας στις ΗΠΑ από το Ferguson ή την «Αυτόνομη Ζώνη του Σηάτλ» ως τις δεκάδες εξεγερμένες πόλεις του Black Lives Matter. Η Ευρωπαϊκή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας. Η δράση του γαλλικού στρατού στη Μασσαλία και το Παρίσι. Ο δολοφονικός «πόλεμος κατά των ναρκωτικών» στις Φιλιππίνες, το «στολίδι» της σύγχρονης αντιεξέγερσης - ένας πραγματικός ταξικός πόλεμος της κυριαρχίας ενάντια στους αποκλεισμένους, που οι αμερικάνοι εμπειρογνώμονες δίδαξαν στον φιλιππινέζικο στρατό, εξελίσσοντας τα εγχειρίδια της CIA από τον «πόλεμο κατά των ναρκωτικών» σε Μαύρους Πάνθηρες, φτωχές/ούς και αυτόνομα κινήματα. Η περίφημη διακήρυξη του Ομπάμα περί «τέλους του πολέμου στη Μέση Ανατολή», που κατέληξε απλώς να αντικαταστήσει σε κάποιο βαθμό τις πανάκριβες μετακινήσεις εκατομμυρίων μισθοφόρων με χειρουργικές αποστολές ειδικών δυνάμεων και δολοφονικές επιθέσεις με drones, προκαλώντας εκατόμβες αμάχων σε ένα ατέλειωτο «βιντεοπαιχνίδι» καταστροφής στρατηγικών στόχων με ανυπολόγιστες συνέπειες για τους λαούς. Το περίφημο «υγειονομικό πάσο» της ΕΕ και η «χαρούμενη» ψηφιοποίηση του κρατικού μηχανισμού, που τυχαίνει εκφράζεται πρώτα από τα σώματα ασφαλείας του. Η διεξαγωγή των εμβολιαστικών προγραμμάτων εν πολλοίς από τις ένοπλες δυνάμεις (όπως και εδώ στην Ελλάδα). Η Μόρια (λαμπρό στολίδι του ευρωπαϊκού πολιτισμού - δωρεά του ελληνικού κράτους) μαζί με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης σε όλη την ελληνική επικράτεια. Η Λαμπεντούζα σαν νησιωτική Γκουέρνικα, και τα ισπανικά συρματοπλέγματα της Θέουτα, το φριχτό «ουδέν νεώτερο από το δυτικό μέτωπο». Στρατόπεδα συγκέντρωσης για κρούσματα covid στην Αυστραλία. Στρατιωτικές επιχειρήσεις ανακατάληψης με κοινή δράση αστυνομικών και ειδικών δυνάμεων (που πλέον δεν γίνεται να τις διακρίνεις), εργοστασίων από εργάτες και εργάτριες. Ο «μπαμπούλας» της «απειλής του χάους» κάτω από την απειλητική επιφάνεια της τάξης παράγει διαρκώς χιλιάδες παραδείγματα, καινούρια και παλιά, τα οποία είναι αδύνατον να τα ακολουθήσουμε στην πλήρη έκτασή τους. Ωστόσο ένα κυρίαρχο υπόδειγμα αναδύεται από αυτή τη γενική κίνηση και ίσως μόνο αυτό μπορεί να συνδέσει τη δική μας περιορισμένη, και συνήθως «ασφαλή», εμπειρία με την τρομακτική εμπειρία των λαών που βιώνουν τον πόλεμο ή την απειλή του στην Ουκρανία: μια δολοφονική πολεμική μηχανή σε εγρήγορση. Διαρκώς εκπαιδεύεται σε κανονικοποιημένες καταστάσεις, ενσωματώνεται στη γενική κοινωνική κίνηση με σιωπηλά βήματα, στη βάση «της ανάγκης» ή δια του «κοινωνικού ρόλου» της, υπερεξοπλίζεται και διαχέεται σε κάθε πλευρά της ζωής. Ώσπου να εμφανιστεί σαν εντυπωσιακό θέαμα προβολής ισχύος, είτε σε «ειρηνευτικές αποστολές», είτε σε εφαρμοσμένες καταστάσεις αντιεξέγερσης είτε στην απειλή θερμών επεισοδίων και υβριδικών συρράξεων.

Το πρόβλημα αυτής της κρατικής πολεμικής μηχανής, όπως και το πρόβλημα των κρατικών μηχανισμών της αλλά και του ίδιου του κεφαλαίου, είναι πως ο χρόνος που της τελειώνει τρέχει πιο γρήγορα από τον χρόνο που κερδίζει. Το βλέπει κανείς στη Χιλή, στο Περού και στο βόρειο Ιράκ, στο Παρίσι και τη Μιννεάπολη, στη Χιλή και την Ινδία, στο Χονγκ Κονγκ και τη Χάβρη, στα καμένα εργοστάσια του Μπανγκλαντές και στα ακινητοποιημένα λιμάνια της Νάπολης και της Γένοβας, στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης που κήρυξε ο Καναδάς και στις άγριες συγκρούσεις στο Σουδάν. Νέα εργατικά, φεμινιστικά, διαφυλετικά κινήματα αναδύονται παντού. Δεν έχουν τα ρωμαλέα χαρακτηριστικά της παλιάς στιβαρής πολιτικής συγκρότησης, όμως έχουν την ορμή μιας νέας σύνθεσης που τρομοκρατεί τους μηχανισμούς ασφαλείας. Όλα τα παλιά και νέα όπλα, ακόμα και αυτά των «ρεαλιστικών αιτημάτων», μαζί με τους υπερεξελιγμένους μηχανισμούς των κρατών και τις κυβερνητικές εναλλαγές επιστρατεύονται για να καταπνίξουν τις αυθόρμητες εξεγέρσεις. Και το καταφέρνουν προς το παρόν. Όμως, το κάνουν, με τεράστιο κόστος, υποθηκεύοντας κάθε φορά όλο και περισσότερες εφεδρείες. Για κάθε μία πλευρά του κοινωνικού πολέμου που λήγει με νίκη των κρατικών μηχανισμών σε κάποιο μέρος, γεννιέται μία άλλη. Μέχρι πότε τα κράτη θα κλείνουν τη μία τρύπα στη βάρκα που μπάζει νερά, έχοντας να αντιμετωπίσουν μία άλλη;

Παρακολουθώντας, από την άλλη, τη μετατροπή των περιοχών της Ανατολικής Ουκρανίας σε πεδίο αναμέτρησης γεωπολιτικών δυνάμεων πάνω στα προσωρινά ηττημένα σώματα των λαών της Ουκρανίας, πρέπει να αναρωτηθούμε αν ένας τέτοιος δρόμος για το αντιπολεμικό κίνημα μπορεί να ανοίξει ξανά τον κύκλο των επαναστατικών συγκρούσεων με τον πιο εξελιγμένο, αδυσώπητο και φαινομενικά τρομακτικό εχθρό: το στρατιωτικό σύμπλεγμα του ύστερου καπιταλισμού. Κι αν αυτό είναι ένα αδυσώπητο ερώτημα, μεταμφιεσμένο σε αδιέξοδο αυτή τη στιγμή, για τους λαούς της Ουκρανίας μέσα στην υστερία της κρατικής πολεμικής προετοιμασίας, είναι ένα εξίσου πραγματικό ερώτημα για όλους και όλες τις υπόλοιπες.

 

Ο υπουργός εξωτερικών, Δένδιας, επισκέφτηκε στις 31 Γενάρη, την Ουκρανία, για τη «στήριξη των ομογενών». Το ελληνικό κράτος, για μια ακόμα φορά, είναι από τα ελάχιστα που σε αυτό το επίπεδο κρατικών αξιωματούχων επισκέπτεται μια θερμή ζώνη εν μέσω πολεμικής έντασης. Το ελληνικό κράτος, όμως, είναι έτσι κι αλλιώς μια καλογυαλισμένη πολεμική μηχανή. Μια μηχανή που τρέφεται με πόλεμο, κερδίζει με πόλεμο, ζητάει τον πόλεμο. Η επίσκεψη αυτή σχεδόν συνέπεσε με μια άλλη επίσκεψη υπουργού εξωτερικών του ελληνικού κράτους, πριν από 8 χρόνια. Ήταν ο Ευάγγελος Βενιζέλος, τότε, που επισκέφτηκε σχεδόν πρώτος απ’ όλους τους υπουργούς της ΕΕ, στις 2 Μάρτη του 2014, τη νεοσύστατη κυβέρνηση τεχνοκρατών-φασιστών, η οποία ετοιμαζόταν για τον εμφύλιο πόλεμο στα εδάφη της Ανατολικής Ουκρανίας. Όμως ο χρόνος τότε ήταν πυκνότερος και ο υπουργός δεν είχε την πολυτέλεια να επισκεφτεί την ελληνική κοινότητα στην Οδησσό, πουλώντας της προστασία ενώ θα έβλεπε 46 ανθρώπους να καίγονται και να πυροβολούνται στην επίθεση των ταγμάτων εφόδου στο κτίριο των συνδικάτων, ένα μήνα μετά. Έπρεπε να πουλήσει τα ανανεωμένα δόγματα άμυνας-ασφάλειας του ελληνικού κράτους, να συνδράμει με «διεθνιστικό καθήκον» στην προσπάθεια εδραίωσης της κυριαρχίας του αναδυόμενου μοντέλου που θα δοκιμαζόταν, να μεταφέρει την εμπειρία του ελληνικού κράτους από τη δική του αντι-εξέγερση, δοκιμασμένη στην άγρια τετραετία 2009-2012.

Το ελληνικό κράτος μετέτρεψε την εσωτερική του νίκη απέναντι στους απείθαρχους πληθυσμούς του, σε νέες δυνατότητες μιας αναβαθμισμένης θέσης στους μηχανισμούς ασφαλείας της ΕΕ. Παρέχοντας τεχνογνωσία και αξιωματούχους στην Ουκρανία, έκλεισε επικερδείς συμφωνίες περίθαλψης των τραυματιών των φασιστικών ταγμάτων εφόδου από το μέτωπο της Ανατολικής Ουκρανίας στις ελληνικές ιδιωτικές κλινικές και άνοιξε ένα καινούριο κύκλο διεθνούς εμπειρίας, ο οποίος μεταφέρθηκε στον τρόπο που μεθοδικά συγκρότησε τους στρατηγικούς του άξονες. Συνεκπαιδεύσεις και διεθνείς ασκήσεις με πολυμερείς στρατηγικές συμμαχίες, που έχουν πάρει τακτικό χαρακτήρα. Ομάδες managers και επενδυτών που ακολουθούν τις ομάδες εμπειρογνωμόνων και τις εκστρατευτικές αποστολές . Εξάλλου, όπως περιγράφουν όλα τα σοβαρά εγχειρίδια αντιεξέγερσης που δεν αναφέρονται σε καταστάσεις του προηγούμενου αιώνα, κανένα σχέδιο στρατιωτικής επέμβασης δεν είναι βιώσιμο αν δεν ανασυγκροτεί τους μηχανισμούς του κράτους και τους κύκλους του κεφαλαίου (με κέρδος για όλους…): πολιτική προστασία, κοινωνικές υπερασίες και επιχειρηματικά σχέδια με στρατηγικές επενδύσεις. Δεν είναι απλώς ιεραρχημένα· είναι οργανικά μέρη των ίδιων σχεδίων. Το ελληνικό κράτος και ο επιχειρηματικός του κόσμος κλείνει επικερδή συμβόλαια: Στην παραγωγική ανασυγκρότηση της Ουκρανίας, στην ανοικοδόμηση της Συρίας, στη Λιβύη, στη Σ. Αραβία και το Κατάρ, στο οποίο μάλιστα ο έλληνας πρέσβης εκπροσωπεί και την Αίγυπτο. Κι έπειτα, όλα αυτά μεταφράζονται σε «προσέλκυση επενδύσεων» πίσω στην εδαφική επικράτεια του ελληνικού κράτους. Μπορεί να καταστρέφουν και να κατακερματίζουν και τους τελευταίους όρους δυνατότητας της κοινωνικής πλειοψηφίας, ωστόσο «φέρνουν ανάπτυξη» (για την οποία διαγκωνίζονται όλα τα κόμματα): δηλαδή, θετικά νούμερα για να χαίρονται οι ιθαγενείς, μεγαλύτερο εγκλεισμό για τους πρόσφυγες και κέρδη για τον επιχειρηματικό κόσμο. Αρκεί να δει κανείς τα κέρδη των ελλήνων εφοπλιστών για το 2021 στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης ή την «πρωτιά, με μεγάλα κέρδη, στα δεξαμενόπλοια LNG»,  για να καταλάβει ποια ακριβώς είναι η δουλειά των «ελληνικών δικαίων» και της «ελληνικής ειρηνευτικής συνδρομής» στην Ουκρανία, την Αφρική, τη Μ. Ανατολή και τη Μεσόγειο. Οι «πεζούλες» της υπεράσπισης της «εδαφικής ακεραιότητας» του ελληνικού κράτους δεν είναι παρά οι χάντρες που πουλάνε στη συνθηκολόγησή μας για τις επεκτατικές βλέψεις σε όλο το τρίγωνο γεωπολιτικού ενδιαφέροντό του: Καύκασος-Β. Αφρική-Μ. Ανατολή· το στρατηγικό κατώφλι για τις μπίζνες του ελληνικού κεφαλαίου σε όλο τον πλανήτη

Δεν τίθεται καν, για εμάς, το ερώτημα αν το ελληνικό κράτος συμμετέχει -και με ποιον τρόπο ακριβώς- στις πολεμικές προετοιμασίες και τις ένοπλες διαπραγματεύσεις στο μέτωπο της Ουκρανίας. Δεν είναι απλώς η βαθιά στρατηγική συνεργασία με τις ΗΠΑ, σε επίπεδο βάσεων. Κι αν πιστεύει κανείς ή καμία ότι αυτή βαθιά συνεργασία συνίσταται σε μια απλή «παραχώρηση» κάποιων εδαφών (μιας κάποιας «εθνικής κυριαρχίας», δηλαδή) και στην ετοιμασία φρέντο εσπρέσσο σε αμερικάνους πεζοναύτες ή πιλότους, μάλλον βρίσκεται μακριά από την πραγματικότητα. Το ΚΕΝΑΠ, στη βάση της Σούδας, είναι το ανώτερο κέντρο εκπαίδευσης επιχειρήσεων ασύμμετρης αποτροπής, θαλάσσιου ελέγχου και επιχειρήσεων άρνησης ζωνών πρόσβασης, ειδικών λιμενικών επιχειρήσεων και μεταναστευτικών ελέγχων, σε όλο τον πλανήτη. Η βάση της Αλεξανδρούπολης εξελίσσεται σε κέντρο διαμεταφορών δυνάμεων ταχείας αντίδρασης, είτε νατοϊκών είτε ευρωπαϊκών δυνάμεων, μαζί με την τεράστια συσσωρευμένη εμπειρία του NDC-GR, του παλιού «Γ’ Σώματος Στρατού», μοναδική τουλάχιστον σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Κι αν η αποστολή όπλων, αξιωματικών και πυραύλων στη Σαουδική Αραβία, για τον πόλεμο ενάντια στους αντάρτες της Υεμένης, αν η διεξαγωγή ολοκληρωμένων επιχειρήσεων υποστήριξης στο αμερικάνικο πολεμικό ναυτικό για τα πυραυλικά χτυπήματα στην Συρία και στο Ιράκ, αν η ανάληψη της προστασίας του εναέριου χώρου των 2/3 των Βαλκανίων στα πλαίσια το ΝΑΤΟ και της ΕΠΑΑ από την ελληνική πολεμική αεροπορία, η ετοιμασία για διεξαγωγή κανονικού πολέμου από τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις μαζί με τον γαλλικό στρατό στο Μάλι και στη ζώνη του Σαχέλ, μαζί με αναρίθμητα ακόμα παραδείγματα, δεν αρκούν για να πείσουν για τη συμμετοχή του ελληνικού κράτους στους διαρκώς διεξαγόμενους πολέμους, υπάρχει και ένας άλλος πόλεμος ο οποίος διεξάγεται κυριολεκτικά δίπλα στα σπίτια μας.

Λίγο πριν την ελληνική κήρυξη του «πολέμου ενάντια στον αόρατο εχθρό» από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, το σύνολο των μηχανισμών του ελληνικού κράτους, μαζί με ατύπως επιστρατευμένα τμήματα των ντόπιων κοινωνιών και φασιστικές λέσχες εφέδρων (που επί χρόνια συνεκπαιδεύονται, χρηματοδοτούμενες με κρυφά κονδύλια, με τον ελληνικό στρατό) συμμετείχε σε ένα υβριδικό πόλεμο. Ονομάστηκε έτσι, όχι από εμάς ούτε από τίποτα «ύποπτες ανθελληνικές φιγούρες», αλλά από τους ίδιους τους εμπλεκόμενους φορείς: την ΕΛΑΣ, τη συνοριοφυλακή, τα στρατιωτικά επιτελεία. Το ελληνικό κράτος διεξήγαγε, λοιπόν, έναν κανονικότατο υβριδικό πόλεμο ενάντια στους μετανάστες και τις μετανάστριες, που βρέθηκαν στα διασταυρούμενα πυρά της αιματηρής και προσοδοφόρας συμφωνίας Ελλάδας-Τουρκίας-Ευρωπαϊκής Ένωσης για «διαχείριση του μεταναστευτικού». Είναι ο ίδιος πόλεμος κατά των μεταναστών που το ελληνικό κράτος διεξάγει στα σύνορα και στο εσωτερικό της επικράτειάς του με ασύλληπτη βαρβαρότητα εδώ και 6 τουλάχιστον χρόνια.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το ελληνικό κράτος είναι σε πόλεμο εδώ και τουλάχιστον μια εικοσαετία, από τα εδάφη της πρώην Γιουγκοσλαβίας ως το Αφγανιστάν και το Ιράκ, σε περίπου 20 αποστολές εκτός συνόρων στον μισό σχεδόν πλανήτη. Σήμερα ετοιμάζεται να αναβαθμίσει την συμμετοχή του σε αυτή τη γενικευμένη στρατηγική της αντιεξέγερσης με όλο και μεγαλύτερο μέρος των ενόπλων του δυνάμεων, με όλο και πιο πραγματική εμπλοκή σε θερμά επεισόδια. Οι στρατηγικές συνεργασίες του, με τις οποίες επιδιώκει επίμονη να εμπλακεί σε βαθύτερες πολεμικές συγκρούσεις, ο υπερεξοπλισμός του, κόστους τουλάχιστον 15 δις σε ορίζοντα δεκαετίας που στραγγίζει ενελέητα την κοινωνική πλειοψηφία στο όνομα της ανάπτυξης μέσω της πολεμικής βιομηχανίας, και η στρατιωτικοποίηση των δομών του και της ίδιας της κοινωνίας, στα πλαίσια μιας πολεμόχαρης εθνικής αφήγησης «ζωτικού ευρωπαϊκού χώρου», δεν έχει να κάνει απλώς με τα «εθνικά σύνορα» σε μια έκταση 200 ναυτικών μιλίων από το Καστελλόριζο και τον ανταγωνισμό με το τουρκικό κράτος για αυτά, ούτε καν με τα πετρέλαια που υπάρχουν ή δεν υπάρχουν εκεί ή τους αγωγούς που μπορεί να περάσουν ή όχι. Έχει να κάνει με την επέκταση της προβολής της ισχύος του παντού όπου τα συμφέροντα του ελληνικού κεφαλαίου βρίσκουν ευκαιρίες: στη Μ. Ανατολή και στην Αφρική, στα Βαλκάνια και τον Καύκασο, στα στενά του Άντεν και τον Περσικό Κόλπο, μαζί με το εφοπλιστικό, κατασκευαστικό και βιομηχανικό κεφάλαιο και τους επενδυτές του.

Την ίδια ώρα που ηγείται του άξονα του ΝΑΤΟ στη ΝΑ Ευρώπη και πρωτοστατεί στην αυτοτελή συγκρότηση του Ευρωστρατού, το ελληνικό κράτος επενδύει στην αναδιαμόρφωση όλου του αστικού και παραγωγικού του μοντέλου σε διαμετακομιστικό κόμβο μεταξύ ανατολής και δύσης, ανοίγει τις πόρτες του στο κινέζικο κεφάλαιο, συνδέει βαθύτερα τη διαχείριση του ντόπιου εργατικού δυναμικού με την εφοδιαστική αλυσίδα των μεταναστευτικών πληθυσμών: πόλεμος και επενδύσεις, στρατιωτικοποίηση και εξευγενισμός, logistics και αστυνομικές επιχειρήσεις. Δηλαδή ανάπτυξη. Ή, για να το πούμε πιο σωστά, επαναλαμβάνοντας μια γνώριμη φράση από το κείμενο πιο πάνω: «Η ασφάλεια είναι η πρώτη προϋπόθεση για την ανάπτυξη», όπως ακριβώς παραθέτει το ιδρυτικό κείμενο της ΕΠΑΑ.

Η επελαύνουσα ακρίβεια, το τέλος και των τελευταίων κατοχυρωμένων δικαιωμάτων -όχι τόσο για τους συνταξιούχους γονείς μας αλλά περισσότερο για εμάς και κυρίως για τις επόμενες γενιές-, η διάλυση και των τελευταίων συνθηκών στις οποίες θα μπορούσαμε να φανταστούμε ότι ίσως ζήσουμε καλύτερα από ή έστω αντίστοιχα με τις προηγούμενες γενιές, αλλά κυρίως το διαρκές έγκλημα πολέμου κατά των μεταναστ(ρι)ών στο οποίο στεκόμαστε σιωπηλοί/ές συνένοχοι/ες, είναι απλώς οι καθημερινές πλευρές αυτού του πολέμου.

Αν θέλουμε να μιλήσουμε με κάποια ειλικρίνεια γι’ αυτό, θα πρέπει να πούμε ότι για τους κατοίκους των ουκρανικών περιοχών ή τους/τις έγκλειστους/ες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης δίπλα μας, το βίωμά τους είναι κοινό με το δικό μας. Όχι, δεν είναι σχετικισμός, ούτε υπερβολή. Υπάρχει μόνο «μια λεπτομέρεια» που διαφοροποιεί το βίωμά τους από το δικό μας. Αν αυτοί/ές ανήκουν στα θύματα όλων αυτών των πολέμων, τότε εμείς είμαστε ανήκουμε στην πλευρά των θυτών τους. Σίγουρα, όμως, δεν είναι δεδομένο ότι θα είμαστε πάντα σε αυτή τη θέση, ακόμα και αν δεν μας πειράζει το ηθικό βάρος της. Αυτό μπορούν να το βεβαιώσουν εύκολα οι Σύριοι και οι Σύριες που βρίσκονται ιδιότυποι αιχμάλωτοι πολέμου του ελληνικού κράτους ή της ΕΕ, αν κάναμε τον κόπο να ρωτήσουμε. Τότε, σίγουρα θα ακούγαμε, πως στη δική μας σημερινή θέση βρίσκονταν και οι ίδιοι/ες κάποτε, όταν έβλεπαν να καταρρέουν το ένα μετά το άλλο τα κράτη της Μέσης Ανατολής, προκαλώντας ανείπωτο πόνο και αδιανόητη καταστροφή σε ολόκληρους λαούς.

Ο κόσμος δεν κερδίζεται με προσευχές. Δυστυχώς ή ευτυχώς, πλέον, ούτε με προτάσεις «διεξόδου από την κρίση». Αν θέλουμε να αποτύχουν οι πολεμικές εκστρατείες και οι αστραφτερές επενδύσεις του ελληνικού κράτους, τότε πρέπει να καταργήσουμε τις θέσεις του «συνεργάτη του θύτη» και του «ανθρωπιστικού θύματος». Στον κόσμο του κεφαλαίου είμαστε όλοι/ες ξένοι/ες και, σίγουρα υπάρχει μεγάλη πιθανότητα κάποια στιγμή να το καταλάβουμε.

Σε ένα κόσμο χωρίς περιφράξεις δεν μπορεί να υπάρχουν «ντόπιοι» και «ξένοι», «εξοστρακισμένες» και «ενταγμένες». Είναι δεδομένο ότι, ήδη, ο κοινωνικός πόλεμος, εν μέσω του οποίου συχνά προσποιούμαστε ότι ζούμε, έχει ήδη διαλύσει πολλές από τις προκαταλήψεις και τις αντιλήψεις που εμείς οι ίδιοι και οι ίδιες έχουμε. Ίσως, η τελευταία προκατάληψη είναι ότι αυτός ο κοινωνικός πόλεμος δεν αποτελεί τη γενική βάση του πολέμου που παρακολουθούμε στις οθόνες μας. Θα πέσει και αυτή. Έχει ήδη τσακίσει συνήθειες, κοινωνικές και πολιτικο-ιδεολογικές ταυτότητες δεκαετιών. Μπορεί, σήμερα, αυτό να φαίνεται σαν μια θλιβερή καταστροφή ή μέσα σε αυτή την κατάσταση να φαίνεται κυρίαρχη η κίνηση εκφασισμού μιας μεγάλης κοινωνικής συμμαχίας με τις πιο πειθαρχικές πλευρές του κράτους και της διακυβέρνησής του. Σίγουρα, πάνω σε αυτό το κενό που έχουν αφήσει οι καταρρεύσεις γύρω μας, φαίνεται να στήνονται οι εθνικές αφηγήσεις, τα πάρτι των επενδύσεων και των πολεμικών εξοπλισμών, η εργοδοτική ασυδοσία, η ατιμώρητη κοινωνική βαρβαρότητα και η «πατροπαράδοτη» (πατριαρχική δηλαδή) βία, ο εκφασισμός του εθνικού κορμού.

Όμως, οι «μεταναστευτικές ροές», οι επιπτώσεις της στρατιωτικοποίησης και της πειθάρχησης της αστικής κοινωνίας και τα υλικά προβλήματα της κοινωνικής πλειοψηφίας των ντόπιων ήδη απαιτούν νέα περιεχόμενα και νέα σχήματα, που θα αντιστοιχούν, πλέον, στις εμπειρίες και τα βιώματα της σύγχρονης καταπίεσης. Σιγά, σιγά, αρχίζουν να παίρνουν σχήμα οι κοινοί αγώνες ντόπιων-μεταναστριών, οι φεμινιστικοί και οικολογικοί αγώνες, οι νέες εργατικές αντιστάσεις στα σύγχρονα κάτεργα τη ψηφιοποιημένης οικονομίας των υπηρεσιών, της ψυχαγωγίας, της βιομηχανίας, των μεταφορών. Αυτοί οι αγώνες δεν θα γκρεμίσουν απλώς τα παραδοσιακά τείχη των διαχωρισμένων κινημάτων. Η γενίκευσή τους θα αποτελέσει νέο άγριο πεδίο σύγκρουσης μεταξύ μετα-φασιστικών κραυγών για επιστροφή στην ενότητας του έθνους και της παραδοσιακής κοινωνίας, φιλελεύθερων σχεδίων για μετάβαση σε νέες ορθολογικότερες μορφές παραγωγής κέρδους και κυριαρχίας και των (ακόμα κατακερματισμένων) οραμάτων για χειραφέτηση και κοινωνική απελευθέρωση. Θα φέρουν ξανά στην ημερήσια τους κινδύνους της επιστροφής σε ένα ακόμα πιο θλιβερό παρόν και τις αμέτρητες δυνατότητες μιας διαφορετικής ζωής πέρα από και ενάντια στα μεγάλα συστήματα καταπίεσης. Αυτά που σήμερα φαίνονται ανίκητα.

Όπως, στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και τις αρχές του 2000, η μαζική κοινωνική κατακραυγή και οι κοινωνικές και πολιτικές αντιστάσεις στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας καθυστέρησαν την επιθετική συμμετοχή του ελληνικού κράτους για κάποια χρόνια.

Όπως, το Δεκέμβρη του ’08, η εξέγερση δημιούργησε πρόβλημα στο σύστημα εφοδιασμού του ισραηλινού στρατού (γιατί τα ελληνικά λιμάνια αποτελούσαν σημαντικό κόμβο της εφοδιαστικής αλυσίδας), επιβραδύνοντας το βομβαρδισμό της Γάζας για κάποιες μέρες.

Έτσι και σήμερα, πρέπει να επανεφεύρουμε τους νέους κοινωνικούς και πολιτικούς όρους που θα κάνουν αδύνατη την επέλαση του ελληνικού κράτους και του κεφαλαίου, τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων. Αυτή τη φορά, για να μην ηττηθούμε

 

Μπλοκάρισμα της πολεμικής μηχανής του ελληνικού κράτους

Κοινοί αντιπολεμικοί-διεθνιστικοί αγώνες ντόπιων μεταναστ(ρι)ών

Κοινοί αντιπολεμικοί-διεθνιστικοί αγώνες μέσα κι έξω από το στρατό


*παρακάτω θα βρείτε την μπροσούρα της ΑΔΚ που εκδόθηκε το 2014 σε μορφή pdf.



Σχόλια