Ελέγχοντας την Κρίση

 



Μετάφραση του κειμένου Controlling the Crisis του Ian Alan Paul, το οποίο εξετάζει την κυβερνητική αστυνόμευση των μεταναστ(ρι)ών κατά τη λεγόμενη μεταναστευτική "κρίση" του 2015-16, στην ΕΕ:

https://www.scribd.com/document/507769819/%CE%95%CE%BB%CE%AD%CE%B3%CF%87%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%B1%CF%82-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%9A%CF%81%CE%AF%CF%83%CE%B7

(η φωτογραφία από τη στιγμή που το σύστημα κυβερνητικής επιτήρησης των διαδηλωτών στη Χιλή βραχυκύκλωσε από τη δημιουργικότητα των καταπιεσμένων.)


Κάτι-σαν-προλογικό-σημείωμα

 

Η κυβερνητική (από την ελληνική λέξη κυβερνώ, με την έννοια μηχανών που «κυβερνώνται» από τον έλεγχο της πληροφορίας) από την πρώιμη γέννησή της έχει άμεση σχέση με τον πόλεμο και την τεχνολογία του. Αναδύθηκε εμβρυικά τη δεκαετία του 1930 και 1940, από ομάδες επιστημόνων που εργάζονταν για την Αμερικάνικη ή τη Βρετανική πολεμική μηχανή. Τα ραντάρ, τα βαλλιστικά, τα συστήματα fire-control του Weiner και οι υπολογιστές του Turing: Αυτές είναι οι πρώτες κυβερνητικές τεχνολογίες. Ύστερα, ο όρος «κυβερνητική» χρησιμοποιείται με μια ευρύτερη έννοια και σημαίνει την ολιστική μελέτη και ρύθμιση των αυτο-οργανωμένων συστημάτων, με ποικίλες εφαρμογές στις κοινωνικές και φυσικές επιστήμες. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ως απάντηση στην κοινωνική-ταξική κρίση της περιόδου, βλέπουμε μια εκρηκτική ανάπτυξη των επιστημών ζωής και πληροφορίας, οι οποίες συναποτελούν το νέο βιοπληροφορικό επιστημολογικό παράδειγμα ή 3η βιομηχανική επανάσταση, στην οποία υπάγεται και η κυβερνητική. Χωρίς να θέλουμε να υποτιμήσουμε τη δυνατότητα που μπορεί να ενυπάρχει στις νέες επιστήμες και τεχνολογίες (πχ μείωση κόστους παραγωγής νέων φαρμάκων, παγκόσμια επικοινωνία και πρόσβαση σε πληροφορία και μυριάδες άλλα), μια τεχνο-επιστημονική δυνατότητα που ασφυκτιά υπαγόμενη στις καπιταλιστικές σχέσεις εκμετάλλευσης και κυριαρχίας, θεωρούμε ότι δυστυχώς υπάρχει ένα μεγάλο έλλειμμα στο να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο οι εφαρμογές της 3ης βιομηχανικής επανάστασης χρησιμοποιούνται ως μέσα πειθάρχησης, ελέγχου, εν τέλει βιο-πληροφορικής καθυπόταξης των ζωών μας.

 

Στην εποχή των δισεκατομμυρίων χρηστών συνδεδεμένων στο ίντερνετ και των ακόμη πιο πολλών υπηρεσιών, υποδομών, συσκευών και ανθρώπων δικτυωμένων στο πλαίσιο του Internet of Things, είναι γενικά αποδεκτό από όλα τα σύγχρονα εγχειρίδια άμυνας/ασφάλειας και αντιεξέγερσης και όλα τα think tanks του μιλιταρισμού και του πολέμου ότι ο κυβερνοχώρος (πέρα από όλα τα άλλα) έχει γίνει και ένα νέο πεδίο πολέμου, πλάι στα παραδοσιακά (ξηρά, θάλασσα, αέρας, διάστημα). Πράγμα το οποίο στο πλαίσιο του υβριδικού, σύγχρονου πολέμου σημαίνει ότι  τα κράτη ανταγωνίζονται για τη χρήση της κυβερνητικής και έτσι, οι τεχνολογίες της λειτουργούν και ως εξάρτημα των κρατικών μηχανών του πολέμου αλλάζοντας έτσι τις διακρατικές σχέσεις (με τον ανταγωνισμό ή/και τη συνεργασία που αυτές εμπεριέχουν) αλλά το σημαντικότερο, αλλάζοντας τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη διαχειρίζονται τους πληθυσμούς στο εσωτερικό τους στο πλαίσιο του κοινωνικού πολέμου που αυτά διεξάγουν. Το παρακάτω κείμενο παρουσιάζει τους κυβερνητικούς μηχανισμούς ελέγχου και επιτήρησης που χρησιμοποιούν τα ευρωπαϊκά κράτη για τον έλεγχο των «μεταναστευτικών ροών», στο πλαίσιο ενός (αν)επίσημα επικηρυγμένου πολέμου εναντίον τους. Και κυρίως, περιγράφει τους αγώνες και τις τεχνικές με τις οποίες οι μετανάστ(ρι)ες ξέφυγαν από τον κυβερνητικό έλεγχο, έγιναν αόρατοι για αυτόν ή τον έφθειραν «υπερφορτώνοντας» τον. Και έτσι, είναι μια καλή αφορμή να ξεκινήσουμε να σκεφτόμαστε για το πώς μπορούμε να προσαρμοστούμε και να αναβαθμίσουμε τον τρόπο που δρούμε στις νέες κοινωνίες του ελέγχου, στις οποίες η διαρκής βιο-πληροφορική επιτήρηση δεν είναι δημοκρατική εκτροπή αλλά απλώς ένα σύμπτωμα του νέου κρατικού παραδείγματος τα τελευταία 50 χρόνια.

 

Ελέγχοντας την κρίση (1)

του Ian Alan Paul

 

Αν η σημερινή εξουσία είχε φωνή είναι βέβαιο πως θα επιδιδόταν  σε μονόλογο αντιφάσεων, ανακοινώνοντας από τη μια αγχωμένα ότι “ολόκληρος ο κόσμος βρίσκεται σε κρίση”, ενώ ταυτόχρονα θα διαβεβαίωνε με αυστηρότητα ότι “τα πάντα βρίσκονται υπό πλήρη έλεγχο”. Η αντίφαση αυτή χαρακτηρίζει το παρόν μας, μια ιστορική στιγμή στην οποία οι περίτεχνες αναφορές για την αποσύνθεση της μιας ή της άλλης δομής, του τάδε ή δείνα θεσμού, πολλαπλασιάζονται, ενώ ταυτόχρονα οι διαφημίσεις των προγραμμάτων ασφάλειας υπόσχονται να προστατεύσουν τον φαινομενικά απειλούμενο κόσμο όλο και πιο έντονα, πιο αδιαπέραστα, πιο προσωπικά. Αυτές οι δίδυμες φωνές της κρίσης και του ελέγχου από κοινού αποτελούν τη θεμελιώδη ορθολογικότητα της σύγχρονης (λογικής της) διακυβέρνησης[1] και γενικότερα της εξουσίας, μια λογική εντός της οποίας η κρίση δεν προκύπτει από την απουσία ή την αποτυχία του ελέγχου, αλλά κυρίως εξαρτάται – και είναι ταυτόχρονα προϋπόθεση - για την ύπαρξή του. Το κείμενο αυτό επιδιώκει να αποσαφηνίσει τον τρόπο με τον οποίο η αναδυόμενη κεντρικότητα της κρίσης στη σύγχρονη ζωή, αντί να είναι συνέπεια κρίσεων εκτός ελέγχου, είναι, αντίθετα, παραγόμενο αποτέλεσμα των κοινωνιών που οργανώνονται γύρω από την επιθυμία να ελέγξουν τις κρίσεις. Συνηχώντας τεχνικές, επικοινωνιακές, αισθητικές και δικαϊκές στρατηγικές, το δίδυμο κρίσης-ελέγχου επιχειρεί ως πλανητική δύναμη που μετασχηματίζει και επαν-ενορχηστρώνει τις επιχειρήσεις και την οργάνωση της εξουσίας σήμερα.

 

Το πρώτο τμήμα του κειμένου θα αξιοποιήσει στοιχεία από τη σκιαγράφηση  της "πληροφορικής της κυριαρχίας" (2) της Haraway, την πρόγνωση  των επερχόμενων "κοινωνιών του ελέγχου" (3) του Ντελεζ, και τον "αυτόνομο κόσμο των μηχανισμών"[2] του περιοδικού Tiqqun (Tiqqun: Cybernetic Hypothesis), με σκοπό να γίνει μία εκτίμηση των επιχειρήσεων ελέγχου, όσο και να καταγραφεί το πώς έχουν κινητοποιηθεί από τη Frontex, την υπηρεσία που έχει αναλάβει την αστυνόμευση των ευρωπαϊκών, εσωτερικών-κι-εξωτερικών συνόρων, μια πραγματικά παραδειγματική έκφραση των δυναμικών που προαναφέρθηκαν. Αρχικά αναλύω την επιτήρηση και την αστυνόμευση των μεταναστών από τη Frontex, οργανωμένων με τη μορφή δικτύου - καθώς και τη ρύθμιση και διακίνηση δεδομένων που προκύπτουν από αυτά τα μέτρα. Στο δεύτερο τμήμα του κειμένου θα περιγράψω το πώς ο έλεγχος και η κρίση διαχείρισης των ευρωπαϊκών συνόρων αναδύθηκαν από κοινού, απεικονίζοντας το δίδυμο κρίσης-ελέγχου μέσα στην ιστορική ιδιαιτερότητα της μεταναστευτικής κρίσης του 2015-16. Στο τρίτο και τελικό τμήμα του κειμένου, καταλήγω παρακολουθώντας τις εξελισσόμενες πρακτικές που στοχεύουν στο να εξουδετερώσουν, να σαμποτάρουν και να υπονομεύσουν τη συνδυαστική/συνδετική λογική της-κρίσης-και-του-ελέγχου που τώρα κυβερνά το παρόν μας.

 

Κυρίως, μέσω αυτού του κειμένου, επιδιώκω να περιγράψω τη συμπληρωματική λειτουργιά κρίσης-ελέγχου με την ελπίδα να βοηθήσω στη διαλεύκανση των τρόπων με τους οποίους οι άνθρωποι αντιστέκονται σε αυτές τις σε αυτές τις μορφές εξουσίας σήμερα, και, υποθετικά, των τρόπων με τους οποίους θα αντισταθούν στους καιρούς που έρχονται. Ενώ σίγουρα η περιγραφή και η χαρτογράφηση των επιχειρήσεων της εξουσίας είναι απαραίτητη, ένα τέτοιο εγχείρημα  ενέχει τον κίνδυνο να βαθύνει μια αίσθηση ανημποριάς και υποταγής αν αποτύχει να προτείνει τρόπους με τους η εξουσία μπορεί, αν όχι να αναιρεθεί εντελώς, έστω να της αντισταθούμε, να την αποτρέψουμε ή να της διαφύγουμε. Υπό αυτή την έννοια, η πρώτη χειρονομία αυτού του κειμένου θα πρέπει να διαβαστεί σαν μια προσπάθεια να χαρτογραφήσει το διάγραμμα της εξουσίας, ενώ η δεύτερη σαν μια απόπειρα να συνεισφέρει, έστω και ελάχιστα, στο ατέρμονο συλλογικό εγχείρημα της φθοράς/αποκαθήλωσης[3] της εξουσίας οπουδήποτε υπάρχει/επιμένει.

 

Η ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ, Η ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ 

 

Στο The Cybernetic Hypothesis, στο ανώνυμο και συλλογικό πλαίσιο του περιοδικού Tiqqun, οι συγγραφείς του υποστηρίζουν ότι ο φιλελευθερισμός έχει αντικατασταθεί από τη λογική της κυβερνητικής, στο πλαίσιο της οποίας, οι “βιολογικές, φυσικές και κοινωνικές συμπεριφορές” αρχίζουν να προσεγγίζονται ως “κάτι ουσιαστικά προγραμματισμένο και επαναπρογραμματίσιμο” (4). Τόσο ο φιλελευθερισμός όσο και η κυβερνητική είναι φαντασιώσεις της εξουσίας. Όμως, ενώ η φιλελεύθερη φαντασίωση ενσαρκώνεται κυρίως σε μια σειρά από θεσμούς, η φαντασίωση της κυβερνητικής εμφανίζεται ως ένας “διάχυτος αστερισμός θεσμικών οργάνων που καθοδηγούνται και διακατέχονται από τον ίδιο μύθο [...] (έναν μύθο) που κρύβεται πίσω από τα ονόματα "ίντερνετ”, “νέα τεχνολογία πληροφορίας και επικοινωνιών” (και) “νέα οικονομία”" (5). Σε αντίθεση με τις απομονωμένες, εξατομικευμένες και ακραία επιτηρούμενες μορφές υποκειμενικότητας, που καλλιεργούνται από τον φιλελευθερισμό, η κυβερνητική είναι περισσότερο ένα πρότζεκτ που εκκενώνει την υποκειμενικότητα, σαν μέσο για να παράγει άδεια υποκείμενα, κενούς φακέλους που χρησιμοποιούνται ως “ο καλύτερος δυνατός αγωγός της κοινωνικής επικοινωνίας” (6). Σύμφωνα με το περιοδικό Tiqqun, το project της κυβερνητικής επιδιώκει ουσιαστικά να παράξει “μια νέα πολιτική υποκειμένων, βασιζόμενη στην επικοινωνία και τη διαφάνεια”. Αυτή η νέα πολιτική, αντιλαμβάνεται το άτομο ως κάτι "που “οδηγείται”, σε τελική ανάλυση, από την ανάγκη επιβίωσης ενός “συστήματος” το οποίο καθιστά την ύπαρξη του δυνατή και στο οποίο το άτομο πρέπει να συνεισφέρει" (7). Κάθε υποκείμενο είναι φτιαγμένο να δρα ως “το επίκεντρο ενός ατέλειωτου βρόχου ανατροφοδότησης κατασκευασμένου με τέτοιον τρόπο ώστε να μην έχει κανέναν κόμβο”, τοποθετημένο εντός διαλειτουργικών συστημάτων επικοινωνίας και ελέγχου και κυριαρχούμενο από αυτά. (8) 

 

 

Ο εννοιολογικός προσδιορισμός μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος καταρρέει στα κυβερνητικά συστήματα, στα οποία οι εισροές και οι εκροές αλληλοεπηρεάζονται στο πλαίσιο ρυθμιστικών βρόχων ανατροφοδότησης, που ωθούν τα περίπλοκα συστήματα σε ρυθμιζόμενες μετα-σταθερές. Καθώς τα υποκείμενα εισέρχονται σε διαδικασίες ανατροφοδότησης, επικοινωνούν με τα κυβερνητικά συστήματα, που με τη σειρά τους ενεργοποιούν ρυθμιστικές διαδικασίες στις αντίστοιχες ομάδες συσκευών ελέγχου. Η εφαρμογή της κυβερνητικής ανατροφοδότησης στο επίπεδο των υποκειμένων, αντί να προσπαθεί να εξαλείψει εξαρχής την ανεπιθύμητη ή αντιπαραγωγική συμπεριφορά, στοχεύει στο να καταστήσει τις κοινωνικές αβεβαιότητες και απροσδιοριστίες εμμενώς διαχειρίσιμες, προγραμματίσιμες και παραγωγικές, όπου κι όποτε και αν αυτές αναδύονται. Ενώ η λογική της Κυριαρχίας έχει κυρίως να κάνει με την ανάληψη δράσεων που επιδιώκουν μια σειρά από προγραμματισμένα αποτελέσματα, η κυβερνητική επιδιώκει να ρυθμίζει επανειλημμένως ό,τι ξεστρατίζει ή ξεφεύγει από υπολογισμένες καταστάσεις. Αυτές οι διαδικαστικές διορθώσεις είναι η κυβερνητική τεχνική της διακυβερνησιμότητας που διεξάγεται μέσω της ρύθμισης, μια μορφή καθοδήγησης που δεν προσπαθεί να αποφύγει συγκεκριμένα γεγονότα ή κρίσεις αλλά, αντίθετα, να κατευθύνει κατά προτίμηση τα αποτελέσματα τους (9). Όπως ακριβώς ένα Drone επιτήρησης προσαρμόζει αυτόματα την ταχύτητά του αντισταθμίζοντας την αστάθεια του αέρα, ώστε να παραμένει διαρκώς πάνω από τον στόχο του, τα κυβερνητικά συστήματα διεξάγουν ελέγχους για να παράξουν μετα-σταθερές μεταξύ εισροών και εκροών του συστήματος στο πλαίσιο μιας ατέρμονης ρυθμιστικής λειτουργίας με σκοπό να ελαχιστοποιηθεί η διαφορά μεταξύ ενός ιδεατά υπολογισμένου κι ενός ψηφιακά βιωμένου κόσμου. Έτσι, η κυβερνητική ως δίκτυο τεχνικών συσκευών ενσαρκώνει την ιδεολογική δομή του καπιταλισμού. (10)

 

Για την Haraway, η κυβερνητική οργάνωση της εξουσίας εκφράζεται κυρίως ως: “η μετάφραση του κόσμου σε ένα πρόβλημα προγραμματισμού” όπου “όλη η αντίσταση στον ενορχηστρωμένο έλεγχο εξαφανίζεται και κάθε ετερογένεια υποτάσσεται στην αποσυναρμολόγηση, επανασυναρμολόγηση, επένδυση και ανταλλαγή” (11). Ακολουθώντας τη μαζική παραγωγή, κατανομή και εγκατάσταση δικτυωμένων υπολογιστών, κατέστη εφικτή η ομαδική ανίχνευση, η αποθήκευση και η ανάλυση της κοινωνικής συμπεριφοράς  ως μάζας δεδομένων, ως αφηρημένων ακολουθιών αριθμητικών τιμών που γίνονται αντικείμενο κυκλοφορίας και επεξεργασίας από υπολογιστικές μηχανές. Όπως η αφηρημένη δύναμη της αξίας, που εγκαθιδρύει μία αφηρημένη ισοδυναμία μεταξύ όλων των αγαθών στις αγορές, τα δεδομένα καθιερώνουν μία αφηρημένη ισοδυναμία ανάμεσα σε οτιδήποτε μπορεί να ανιχνευθεί ψηφιακά ή να εισαχθεί χειροκίνητα σε υπολογιστές (12). Αυτή η απέραντη αριθμητική αφαίρεση του κόσμου "υπερβαίνει την οικουμενική μετάφραση που εφαρμόζεται από τις καπιταλιστικές αγορές, όπως ανέλυσε πολύ καλά ο Marx" και αναδύεται ως ένα ολοκληρωτικό σύστημα που ρυθμίζει όλη την παγκόσμια δραστηριότητα (13). Για την Haraway, "η πληροφορία είναι ακριβώς το είδος του μετρήσιμου στοιχείου (μονάδα, βάση της ενότητας) που επιτρέπει την καθολική μετάφραση, και άρα την απρόσκοπτη οργανική εξουσία", που επιτρέπει σε όλο και περισσότερο κόσμο να υπαχθεί στην "πληροφορική της κυριαρχίας", χαρακτηρίζοντας την κυβερνητική οργάνωση της εξουσίας (14).

 

Εντός του ιστορικού ρεύματος της κυβερνητικής, ο Ντελέζ υποστηρίζει ότι η κύρια τεχνική της εξουσίας είναι ο έλεγχος. Ο έλεγχος, συλλαμβανόμενος ως μέσο υπολογιστικής δράσης πάνω σε δράσεις άλλων, δεν πρέπει να κατανοείται ως αντικατάστατο των μορφών κυριαρχίας της πειθαρχικής εξουσίας αλλά καλύτερα ως μια περαιτέρω ανάπτυξή τους. Στις πειθαρχικές κοινωνίες η ζωή φάνταζε με ταξίδι μέσα από ασυνεχείς εγκλεισμούς: Νοσοκομείο (μαιευτική πτέρυγα) => σχολείο => εργοστάσιο (φυλακή, ή στρατώνες) => Νοσοκομείο (Νεκροτομείο). Στις κοινωνίες του ελέγχου όμως, η ζωή διαχέεται διαφοροποιημένη σε όλες αυτές τις δομές ταυτόχρονα, ως αποτέλεσμα της μετάφρασή τους σε κώδικα (15). Για τον Ντελέζ, οι άκαμπτες μήτρες των πειθαρχικών κοινωνιών μεταμορφώνονται πλέον σε “αυτο-παραμορφούμενα καλούπια που αλλάζουν συνεχώς από τη μια στιγμή στην άλλη ή σε σουρωτήρι τα ανοίγματα του οποίου αλλάζουν από σημείο σε σημείο”. Η μεταμόρφωση αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μια πληθώρα επιπέδων και να ρυθμιστεί επακριβώς για κάθε υποκείμενο ξεχωριστά, ανάλογα με τα δεδομένα που σχετίζονται με αυτό (16). Ενώ στις πειθαρχικές κοινωνίες τα σύνορα έμοιαζαν με τείχους οχυρών που χώριζαν ξεκάθαρα το τοπίο σε δύο διακριτές επικράτειες, στις κοινωνίες του ελέγχου τα φανταζόμαστε περισσότερο σαν διάχυτες σειρές δικτυακών θυρών και σημείων ελέγχου/checkpoints που ανοίγουν και κλείνουν δυναμικά, ως απόκριση σε μια μεταβλητή πολλαπλότητα κωδικών και κωδικοποιήσεων.

 

Στο σύγχρονο ευρωπαϊκό πλαίσιο, η Frontex δρα ως η κεντρική αρχή, υπεύθυνη για τον έλεγχο της μετανάστευσης στην Ευρώπη, και ως εκ τούτου, ενεργοποιεί τις κυβερνητικές τεχνικές της εξουσίας που αναφέρθηκαν παραπάνω. Η Frontex, που ιδρύθηκε το 2005, οργανώνει και επιβλέπει μια μεγάλη ποικιλία προγραμμάτων και τεχνολογιών παρακολούθησης και αστυνόμευσης των εσωτερικών και εξωτερικών συνόρων της ΕΕ. Στην πράξη, βέβαια, αυτά τα μέσα υπερβαίνουν κατά πολύ τα γεωγραφικά όρια της πολιτικής και οικονομικής ένωσης της ΕΕ. Κεντρική θέση στην προσέγγιση της Frontex κατέχει η χρήση, σε πλανητικό επίπεδο, δικτύων διαλειτουργικών τεχνολογιών επιτήρησης και ελέγχου, που περιλαμβάνουν κέντρα δεδομένων, καλώδια οπτικών ινών, αισθητήρες εδάφους, κεραίες κινητής τηλεφωνίας, δορυφόρους επικοινωνιών και κατασκοπίας. Όλα αυτά μαζί, λειτουργούν ως κυβερνητική υποδομή για δυναμικές ζώνες ελέγχου που εκτείνονται σε όλη τη γεωγραφική περιοχή των χωρών που υπάγονται στη συνθήκη Schengen αλλά και πέραν των εδαφικών ορίων της (17).

 

Καίριο κομμάτι των επιχειρήσεων της Frontex είναι η παρακολούθηση, μελέτη και συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με τη μετανάστευση, ως μέσο βελτίωσης της αποτελεσματικότητας της αστυνόμευσης και του ελέγχου της. Άφθονες ποσότητες δεδομένων αποθηκεύονται, αθροίζονται, αναλύονται συστηματικά και ύστερα ξαναπακετάρονται κι εκδίδονται από τη Frontex στα media ως “Risk Analysis Reports” (“Αναφορές Ανάλυσης Κινδύνου”). Οι εκδόσεις τους διαφημίζουν, έτσι, νέες τεχνολογίες και προτάσεις ελέγχου των συνόρων, παρουσιάζουν πολύχρωμες οπτικοποιήσεις δεδομένων και τις σχηματοποιήσεις των χαρτών των μεταναστευτικών διαδρομών, και αναλύουν διάφορες προβλέψεις για το μέλλον της μετανάστευσης. Όλα μαζί συνεισφέρουν στην κατασκευή της μεταναστευτικής κρίσης ως αντικειμένου πολιτισμικού ενδιαφέροντος, σχεδιασμών ασφαλείας, πολιτικού διαλόγου και νομοθετικού έργου στην ΕΕ (18).

 

Δεδομένων των ατελείωτων χιλιομέτρων των συνόρων που περικλείουν την ΕΕ, η προσέγγιση της Frontex δεν περιλαμβάνει την παράταξη μεγάλου αριθμού δυνάμεων ασφαλείας για την αστυνόμευση της μεταναστευτικής κίνησης, αλλά κινητοποιεί κυβερνητικές τεχνικές εξουσίας που βασίζονται στην αποθήκευση, την κυκλοφορία και την ανάλυση δεδομένων που συλλέγονται από τα κράτη μέλη και επιστρέφουν ύστερα σε αυτά στο πλαίσιο υπερεθνικών βρόχων ανατροφοδότησης. Καθώς τα εθνικά προγράμματα ασφαλείας επιστρατεύουν τεχνολογίες και δυνάμεις στα δικά τους σύνορα, οι παραγόμενες από τις επιχειρήσεις τους πληροφορίες γίνονται εισροές που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τη Frontex για να διορθώσει τη διανομή και την ανάπτυξη πόρων και δυνάμεων σε όλη την επικράτεια της ΕΕ. Η Frontex, επωφελούμενη από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Παρακολούθησης των Συνόρων (EUROSUR) και το σύστημα πληροφοριών της Schengen (SIS), συλλέγει τα δεδομένα των Εθνικών Κέντρων Συντονισμού από κάθε μέλος-κράτος, και έπειτα παράγει μια “Ευρωπαϊκή εικόνα της κατάστασης και την κοινή προ-συνοριακή εικόνα πληροφοριών (εστιασμένη σε περιοχές πέρα από την περιοχή Schengen και τα σύνορα της ΕΕ). Τα πορίσματα αυτά μοιράζονται έπειτα σε κάθε κράτος μέλος ξεχωριστά" (19). Επιπρόσθετα, ένα σχετικό πρόγραμμα της Frontex, ονομαζόμενο Copernicus, “αυξάνει την επιχειρησιακή ετοιμότητα, παρέχοντας στην Ευρώπη, ακριβή, βάσιμα και ενημερωμένα δεδομένα που συλλέγονται από δορυφόρους και αισθητήρες πεδίου”, συνεισφέροντας έτσι έναν ανώτερο βαθμό λεπτομέρειας στην "επιχειρησιακή εικόνα" σε όλη την ΕΕ (20). Αυτά τα προγράμματα διαμοιρασμού πληροφοριών συνθέτουν την βασική λειτουργία της Frontex, η οποία αφορά τη δημιουργία μιας “διαρκώς ενημερωμένης εικόνας των ευρωπαϊκών εξωτερικών συνόρων και της μεταναστευτικής κατάστασης όσο το δυνατόν πιο κοντά σε πραγματικό χρόνο”, σαν "ζωτικό στοιχείο του μηχανισμού ταχείας επέμβασης της Frontex" (21). Η παραγωγή μιας "διαρκώς ενημερωμένης εικόνας", σε τελική ανάλυση, καθίσταται εφικτή μόνο εντός ενός κυβερνητικού συστήματος οργανωμένου έτσι ώστε να διευκολύνει τη μέγιστη επικοινωνία μεταξύ ετερογενών εθνικών σωμάτων ασφαλείας, τεχνολογιών και υποδομών, φτιαγμένων ώστε να είναι διαφανείς μεταξύ τους.

 

Τα κυβερνητικά συστήματα βασίζονται ουσιαστικά στην επικοινωνία με στόχο να καθορίσουν τις επιχειρήσεις ελέγχου. Εξάλλου, στις κοινωνίες του ελέγχου η ενόρμηση για επικοινωνία προορίζεται να είναι η μεγαλύτερη δυνατή. Η δυναμική της εξομολόγησης που έδινε ζωή στις πειθαρχικές κοινωνίες και μέσα από την οποία τα υποκείμενα εξαναγκάζονταν να καθιστούν κατανοητή την εσωτερική τους ζωή στον εξωτερικό κόσμο (στο δωμάτιο εξέτασης στο νοσοκομείο, στην αίθουσα του δικαστηρίου, στο γραφείου του ψυχιάτρου, στην σχολική αίθουσα κλπ), ωχριά μπροστά στις τεχνικές που εξαναγκάζουν τα υποκείμενα να ομολογήσουν αθέλητα ενώπιον των μηχανών στις κοινωνίες του ελέγχου. Οι μικρο-εκφράσεις του προσώπου, οι καρδιακοί σφυγμοί, οι θερμοκρασίες σώματος, η εφίδρωση, η αναπνοή, η μυδρίαση, η δυσοσμία, όλα είναι τώρα στόχος αυτοματοποιημένων αισθητηριακών και αναλυτικών μηχανών. Όλα μεταφράζονται σε δεδομένα και μεταφορτώνονται στα συστήματα ασφαλείας αεροδρομίων και άλλων συνοριακών περασμάτων τα οποία βάσει αλγορίθμων αποφασίζουν αν πρέπει να σημάνει συναγερμός στα στελέχη ασφαλείας (22). Στο πλαίσιο αυτό, η ίδια η προσοχή έχει γίνει μορφή εξομολόγησης, καθώς ο χρόνος που ξοδεύει κανείς κοιτώντας διάφορα περιεχόμενα online μετριέται ως το τελευταίο millisecond για να χτιστούν προφίλ δεδομένων, να καθοριστούν προτιμήσεις, να προβλεφθούν επιθυμίες, να ρυθμιστούν μελλοντικές παραγγελίες ή, αντίστοιχα, να ενεργοποιηθούν αλληλουχίες επιχειρήσεων ελέγχου. Ό,τι μπορεί να αναγνωριστεί από μηχανές, προσεγγίζεται σαν θεμελιώδες κομμάτι μιας πολυφωνικής, πλανητικής εξομολόγησης. Μέσα από αυτή, τα υποκείμενα συμμετέχουν σε έναν ατέλειωτο αυτοβιογραφικό μονόλογο με τη μορφή της επικοινωνίας και σημάτων που στέλνουν σε μια ετερογενή πολλαπλότητα μηχανισμών, βασισμένων στην κυβερνητική, και ανατροφοδοτούμενων συστημάτων. (23)

 

Επιστημολογικά, τα κυβερνητικά συστήματα δεν αντιλαμβάνονται τα υποκείμενα ως ξεχωριστά άτομα (ως την αδιαίρετη, συνεκτική οντότητα του φιλελευθερισμού και των πειθαρχικών κοινωνιών) αλλά κυρίως ως πακέτα διαχωρίσιμων χαρακτηριστικών που ενδέχεται να είναι μοναδικά για συγκεκριμένα σώματα αλλά πιο συχνά είναι κοινά για περισσότερα. Τα σύνολα των δεδομένων των διαχωρίσιμων χαρακτηριστικών μπορεί να αποτελούνται από βιομετρικά στοιχεία, όπως βάρος, ύψος, μάτια, χρώμα δέρματος και μαλλιών, γενετικούς δείκτες, δακτυλικά αποτυπώματα και βάδισμα, αλλά μπορεί επίσης να εμπεριέχουν οποιαδήποτε ψηφιακά αποθηκεύσιμη πληροφορία, όπως ιθαγένεια, σεξουαλικότητα, ποινικά μητρώα, ιστορικά τοποθεσίας (24). Ενώ ο δημόσιος διάλογος γύρω από την κρίση τείνει να εστιάζει στα ατομικά σώματα ως φορείς πιθανής βίας -για παράδειγμα, ο “εργένης μετανάστης άντρας” της μεταναστευτικής κρίσης, που γίνεται αντιληπτός ως “παράσιτο” ή “τρομοκράτης”- ο ίδιος διάλογος, παράγει μια πολιτική δικαιολόγηση για τη νομιμοποίηση της εξουσίας ενώ ταυτόχρονα συσκοτίζει τον τρόπο με τον οποίο η εξουσία νομιμοποιείται διαχωρισμένα (25). Τα είδη των διαχωρίσιμων χαρακτηριστικών που συλλέγονται και αναλύονται αδιάκοπα αυξάνονται σε ποικιλία και ποσότητα όσο τα κράτη, οι εταιρείες των social media, ακαδημαϊκοί ερευνητές και έμποροι δεδομένων ανταγωνίζονται για να εφεύρουν τεχνικές ανίχνευσης και αποθήκευσης καινοτόμων μορφών πληροφορίας, βάσει της ταυτολογικής υπόθεσης πως όλες οι πληροφορίες είναι καλές και οτιδήποτε καλό είναι πληροφορία.

 

Τα δεδομένα μαζεύονται εμμονικά παντού και πάντα, ρέοντας σε όλο και πιο μεγάλες ποσότητες, συσσωρευόμενα σε μια πολλαπλότητα πληροφορικών δεξαμενών, το βάθος των οποίων μόνο μεγαλώνει. Σε μία περίπτωση, βίντεο μαγνητοσκοπημένο από μια κάμερα τοποθετημένη σε καφετέρια στο κέντρο του Σαν Φρανσισκο χρησιμοποιήθηκε από την Κινεζική κυβέρνηση για να "εκπαιδευτούν" προγράμματα αναγνώρισης προσώπων (26). Σε άλλη περίπτωση, η Microsoft  κυκλοφόρησε ένα σύνολο δεδομένων, αντλούμενο από διάφορες διαδικτυακές πηγές, με ονόματα και εικόνες 100.000 "διασημοτήτων", μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται (χωρίς ειρωνία) οι καλλιτέχνες Hito Steyerl, Ai Weiwei, και Trevor Paglen, που χρησιμοποιήθηκε ως υλικό ερευνητικών προγραμμάτων σε διάφορες ηπείρους (27). Ενώ η παραγωγή και ανάλυση των εικόνων παραμένει κεντρικό σημείο του κυβερνητικού ελέγχου, είτε λαμβάνοντας τη μορφή απεικόνισης δεδομένων είτε σε φωτογραφίες από δορυφόρους παρακολούθησης, η φωτεινότητα των παλμών που ρέουν μέσω οπτικών ινών και τα φορτία των μεμονωμένων bits σε βάσεις δεδομένων, υπερβαίνει κατά πολύ  τα όρια της κουλτούρας της εικόνας και αποτελεί, τυπικά πλέον, ένα ευρύτερο και οντολογικά πιο ποικιλόμορφο καθεστώς μεσολάβησης. Μεταφράζοντας τον κόσμο στην πιο στοιχειώδη μορφή ψηφιακής διαφοράς, την αλλαγή από το ένα στο μηδέν (την παρουσία και την απουσία), οτιδήποτε μπορεί δυνητικά "να διασυνδεθεί με κάθετι άλλο" μέσω της ψηφιακής αφαίρεσής τους, επιτρέποντας "την επεξεργασία [των σημάτων] σε μία κοινή γλώσσα" (28). Η περίπλοκη διαρρύθμιση τυπικών στοιχείων που συνθέτουν κάθε είδος οπτικής σύνθεσης (χάρτες, γραφήματα, διαγράμματα, φωτογραφίες κλπ) φαίνεται πλεονάζουσα και άσκοπη σε σύγκριση με το μινιμαλισμό και τη λιτότητα του δυαδικού συστήματος κωδικοποίησης (29).

 

Η κυβερνητική οργάνωση και έκφραση της εξουσίας διαμορφώνεται σε συνηθισμένες και καθημερινές μορφές τόσο, όσο ακριβώς είναι εμφανής σε εμβληματικές στιγμές ακραίας βίας. Μπορεί να εκφραστεί τόσο στην εμφάνιση συγκεκριμένων διαφημίσεων σε ανθρώπους που έχουν σχετιστεί με ένα συγκεκριμένο μοναδικό χαρακτηριστικό, όσο ακριβώς και σε βομβαρδισμούς από drone που εκτελούνται μόνο βάσει ανάλυσης μοναδικών δεδομένων - όπως η ύποπτη κίνηση ενός κινητού τηλεφώνου-, χωρίς καμία άλλη γνώση για την ταυτότητα των ανθρώπων που βομβαρδίζονται (30). Στο επίπεδο της λογικής διακυβέρνησης, τo κράτος μπορεί να επιλέξει μόνο συγκεκριμένες ομαδοποιήσεις μοναδικών χαρακτηριστικών για την εφαρμογή συγκεκριμένων ελέγχων. Τέτοιες, για παράδειγμα, είναι υποκείμενα που μπορεί να σχετίζονται με δηλωτικά τύπου: "Μουσουλμάνος", "Άντρας", "Κάτω των 40", "Ταξίδεψε στο εξωτερικό". Από τη στιγμή που συμπεριφορικά, βιογραφικά, ή/και βιομετρικά δεδομένα κοινοποιούνται σε ένα κυβερνητικό σύστημα, αυτά μπορούν να προσαρμόζονται με τέτοιον τρόπο ώστε να παράξουν νέα δεδομένα που είναι κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά πιο κοντά στο επιθυμητό ιδεατό του ευρύτερου συστήματος.

 

Η στρατηγική της Frontex να παράγει μία διαρκώς ενημερωμένη τακτική εικόνα της μετανάστευσης περιγράφεται καλύτερα ως δημιουργία μιας επιχειρησιακής απεικόνισης, δομημένης κυβερνητικά. Ενώ αυτές οι επιχειρησιακές εικόνες περιλαμβάνουν συχνά οπτικά στοιχεία, το να υποβιβάζονται απλώς σε "οπτικές εικόνες", σημαίνει να χάσουμε το πώς δρουν ως πεδίο ανάλυσης, υπολογισμού και πληροφορίας· ως δεδομένα που ξεπερνούν την “οπτικότητα” στις κλίμακες της αφαίρεσής της, δηλαδή. Όπως μία κάμερα επιτήρησης στα σύνορα αιχμαλωτίζει με το φακό της ένα τοπίο, και αλγοριθμικά  προσπαθεί να αντιστοιχίσει τους ποικίλους συνθετικούς συσχετισμούς της εικόνας με κωδικοποιημένες σειρές δεδομένων του χώρου (κτήρια, ποτάμια, γέφυρες, δέντρα, σώματα, ζώα, δρόμους), κάνοντας έπειτα μία σειρά από προσαρμογές στην εστίαση ώστε να δώσει εντολή για ενεργοποίηση προβολέων και σειρήνων συναγερμού στις διπλανές περιφράξεις ασφαλείας, προτού τραβήξει μια νέα φωτογραφία κι επαναλάβει τη διαδικασία, οι επιχειρησιακές απεικονίσεις της Frontex παράγονται με μοναδικό σκοπό να κάνουν διάφορες προσαρμογές στο αντίστοιχο σύστημα ελέγχων, το οποίο θα επιδράσει εκ νέου στην εικόνα, σε ένα διαρκές ρυθμιστικό κύκλωμα ανατροφοδότησης (31). Με αυτόν τον τρόπο, η Frontex παράγει, αναλύει και κυκλοφορεί μια εικόνα της μετανάστευσης, μια κινούμενη εικόνα της κίνησης, μόνο για να διευκολύνει την επιχειρησιακή και κυβερνητική κυριαρχία πάνω σε αυτήν την κίνηση. Όπως σημειώνουν οι Tiqqun “η Αυτοκρατορία, οπλισμένη με την κυβερνητική, επιμένει στην αυτονομία για τον εαυτό της μόνο”[4] και στο πλαίσιο της πολιτικής της κινητικότητας θα έπρεπε να γίνει κατανοητό πως η Frontex προβαίνει σε μία ολοκληρωτική αξίωση της αυτονομίας της εσωτερικής της κινητικότητας (κυκλοφορία δεδομένων, αγαθών, "επιχειρησιακών εικόνων", δυνάμεων ασφαλείας κλπ), ενώ ταυτόχρονα αρνείται την ίδια αυτονομία για την κινητικότητα όλων των υπολοίπων (32).

 

Μια από τις κεντρικές αντιφάσεις που ορίζει την δύναμη των σύγχρονων συνόρων είναι ότι, ταυτόχρονα διευκολύνουν και εμποδίζουν την κίνηση εκατέρωθέν τους, επιτρέποντας σε ορισμένες ροές να προχωρήσουν ανεμπόδιστα, ενώ διακόπτουν βίαια άλλες. Στο πλαίσιο της ΕΕ, οι ροές ανθρώπων με σωστά διαβατήρια, εμπορευμάτων, κεφαλαίων κυκλοφορούν ανεμπόδιστα, ενώ ταυτόχρονα τεράστιοι πληθυσμοί δεν υπόκεινται παρά μόνο σε μέτρα αστυνόμευσης και ελέγχου, που απλώς στοχεύουν στο να εξαλείψουν ακόμα και την πιθανότητα της μετακίνησής τους. Έτσι, η κυβερνοποίηση του ευρωπαϊκού συνοριακού καθεστώτος μπορεί αν εκληφθεί ως αναδιάρθρωση των ιστορικών σχέσεων καθυπόταξης και κυριαρχίας, οι οποίες πλέον εκφράζονται τεχνικά ως “ένας αυτόνομος κόσμος μηχανισμών που έχει αναμιχθεί με το καπιταλιστικό σχέδιο που έχει μετατραπεί σε πολιτικό σχέδιο” (33)[5]. Ενώ τα post στα social media υπόκεινται σε έντονη παρακολούθηση και ανάλυση σε ό,τι αφορά τους συνοριακούς ελέγχους, τα τραπεζικά εμβάσματα σε offshore λογαριασμούς παραμένουν καλυμμένα κάτω από το προνομιακό πέπλο της αδιαφάνειας. Ενώ η Frontex ανησυχεί στις ετήσιες εκθέσεις της για “τα μεμονωμένα άτομα που αποτελούν κινδύνους ασφαλείας και τους οικονομικούς μετανάστες που προσπαθούν να καταχραστούν το σύστημα δηλώνοντας ψευδή εθνικότητα”, πρακτικά, η μόνη ανησυχία της αφορά “κινδύνους ασφάλειας” και “[καταχρήσεις] του συστήματος” από συγκεκριμένα στοχοποιημένα χαρακτηριστικά, για τα οποία έχει αλγοριθμικά καθοριστεί ότι είναι ασύμβατα με την ευρωπαϊκή εξουσία (34).

 

Κατ' αυτόν τον τρόπο, ο κυβερνητικός έλεγχος μπορεί να γίνει αντιληπτός ταυτόχρονα ως ολοκληρωτικός και διαφορικός στη διαδικαστική του ενσάρκωση. Ο έλεγχος είναι ολοκληρωτικός με την έννοια του ότι τα πάντα στον κόσμο στοχοποιούνται από την ευρεία ψηφιακή ανίχνευση των διασυνδεδεμένων μηχανισμών επιτήρησης, και άρα όλα τα υποκείμενα υπόκεινται στα συστήματα επικοινωνίας και υπολογισμών, που συνθέτουν τα κυβερνητικά συστήματα. Κι όμως, με αποφασιστικό τρόπο, τα μέτρα ελέγχου που ενεργοποιούνται, ως απόκριση στα εντοπισμένα δεδομένα, είναι θεμελιωδώς διαφοροποιημένα, καθώς εφαρμόζονται με διαφορετικό τρόπο, ως προς πολιτικά διαφοροποιημένα υποκείμενα[6]. Ενώ η κοινωνία η ίδια δίνει την αίσθηση ότι ρυθμίζεται ολοκληρωτικά από τη λογική της κυβερνητικής, η ένταση αυτής της ρύθμισης είναι παρ' όλα αυτά κατανεμημένη άνισα, καθώς εφαρμόζεται διαφοροποιημένα ενάντια σε διαφορετικές ομάδες υποκειμένων ανάλογα με το πόσο απέχουν τα ειδοποιά  χαρακτηριστικά τους από τις ρυθμισμένες κανονικότητες και νόρμες του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου. Έτσι, τα υποκείμενα αιχμαλωτίζονται μεταξύ δύο ακραίων αντι-κείμενων διαδικασιών, αυτών της απο- και ανα-θεμελίωσης, κατά τις οποίες τα σώματα γίνονται πλέον αντιληπτά ως καθαρές εκφράσεις συγκεκριμένων τύπων κοινωνικής διαφοράς στα πλαίσια μιας φιλελεύθερης κοινωνίας (σύμφωνων με αυτές της φυλής, της τάξης, του γένους, της σεξουαλικής ταυτότητας), ακριβώς όπως είναι κατακερματισμένα και διασπασμένα σε κονιορτοποιημένες ροές μοναδικών χαρακτηριστικών στο πλαίσιο των αναλυτικών μηχανισμών της κυβερνητικής.

 

Τελικά, τόσο ο φιλελευθερισμός όσο και η κυβερνητική πρέπει προπαντώς να κατανοηθούν ως φαντασιώσεις, φαντασιακές αποτυπώσεις, πολιτικές και τεχνικές, της δομής μιας κοινωνίας που κινητοποιούνται για να επαναδομήσουν την κοινωνία βάσει αυτών ακριβώς των φαντασιώσεων. Τα υποκείμενα του φιλελευθερισμού και της κυβερνητικής δεν υπάρχουν ποτέ ακριβώς όπως οι φιλελεύθερες και οι κυβερνητικές κοινωνίες τα φαντάζονται, παρ’ όλα αυτά οι φαντασιώσεις αυτές δρουν πάνω στα σώματα ως πραγματικές δυνάμεις υποκειμενοποίησης που τα αιχμαλωτίζουν αποτελεσματικά μέσα στις αντίστοιχες φανταστικές δομές (35). Ως φαντασιώσεις εξουσίας και κυριαρχίας, ο ατελείωτος αριθμός διαφορών που απαρτίζουν το χάσμα μεταξύ της φιλελεύθερης και της κυβερνητικής φαντασίωσης του κόσμου και του κόσμου καθ' εαυτού δεν κατανοούνται ως πρόβλημα των φαντασιώσεων αλλά ως πρόβλημα για τις φαντασιώσεις που χρήζει διόρθωσης. Ως συνέπεια, η ιστορική πραγμάτωση των φιλελεύθερων και κυβερνητικών φαντασιώσεων είναι ασυνεχής και συχνά αντιφατική, επιτρέποντας στις κοινωνίες να ονειρεύονται ελεύθερες ροές πληροφορίας, σωμάτων και κεφαλαίων, τη μια νύχτα, και συνοριακά κέντρα κράτησης με ανάγκη για όλο και περισσότερη αστυνομία, δακρυγόνα, αισθητήρες κίνησης και στρατιωτικά συρματοπλέγματα, την επόμενη.

 

Ωστόσο, ακριβώς όπως η κυβερνητική οργάνωση της εξουσίας δεν αντικατέστησε την πειθαρχική εξουσία αλλά ουσιαστικά μεταμόρφωσε την υλική της ενσάρκωση και την επίσημη θέσπισή της, έτσι και η κυβερνητική θα έπρεπε να γίνει κατανοητή όχι ως αντικατάσταση του φιλελευθερισμού αλλά ως συμπληρωματική ανάπτυξη της λογικής του (36). Με άλλα λόγια, παρ’ ότι η ρυθμιστική ανατροφοδότηση της κυβερνητικής αποτελεί αυτή τη στιγμή τον πρωταρχικό μηχανισμό της εξουσίας, της κυβερνησιμότητας και του ελέγχου, που δρα πάνω στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, εντούτοις η φιλελεύθερη κυριαρχία παραμένει αναμεμειγμένη βαθιά στη διαφορική ενσάρκωση και κατανομή της κυβερνητικής εξουσίας πάνω σε όλα τα μεμονωμένα σώματα. Με αυτόν τον τρόπο, η ίδια η σύγχρονη υποκειμενικότητα είναι ολοένα και περισσότερο έκφραση της τυπικής αντίφασης μεταξύ φιλελεύθερων και κυβερνητικών φαντασιώσεων: συνεχώς αποσυντίθεται σε μία πολλαπλότητα από διακριτά bits and bytes στις μηχανές των κυβερνητικών συστημάτων, αλλά και αδιάκοπα ανασυντίθεται σε ευδιάκριτα άτομα εντός των δημόσιων λόγων, των αντιπροσωπευτικών καθεστώτων και των νομικών δομών της φιλελεύθερης κοινωνίας.

 

Αυτή η προφανής αντίφαση μεταξύ φιλελευθερισμού και κυβερνητικής, τελικά, αυτο-επιλύεται συζευκτικά, και έτσι εντός της αντίφασης αυτής, η κρίση του φιλελευθερισμού και ο έλεγχος της κυβερνητικής θεμελιώνουν ο ένας την άλλη, αλληλοδιατηρούνται και αλληλοεντείνονται. Όσο η κοινωνία καταγγέλλει του μετανάστες ως υπαρξιακή απειλή για την ισότητα, τα δικαιώματα και τις προσφερόμενες προνοιακές παροχές που υποτίθεται ότι δικαιούνται τα υποκείμενα στο πλαίσιο μιας φιλελεύθερης κοινωνικής τάξης, τόσο οι μετανάστες θα εμφανίζονται ως κρίση της φιλελεύθερης κοινωνίας που ως συνέπεια, χρειάζεται τον έλεγχο και τη ρύθμιση της κυβερνητικής. Παρομοίως, η απαγόρευση της μαντίλας σε διάφορα κράτη-μέλη της ΕΕ μπορεί να συνυπολογιστεί ως μια ακόμη κρίση του φιλελευθερισμού, στο πλαίσιο της οποίας το χιτζάμπ φαίνεται σαν μια ξένη πολιτισμική επιβολή, που οι ισλαμοφοβικές φιλελεύθερες κοινωνίες δεν μπορούν να ανεχτούν. Εννοείται ότι τα ακάλυπτα πλέον πρόσωπα είναι τα πλέον κατάλληλα για ανίχνευση και ανάλυση από τα συστήματα αναγνώρισης προσώπου, υποβάλλοντας έτσι τις μουσουλμάνες σε αυξημένο βαθμό κυβερνητικού έλεγχου [(στα αγγλικά) άλλωστε δεν είναι τυχαία η κοινή ετυμολογική καταγωγή των λέξεων “καλύπτω” (veil) και “κατασκόπευση” (surveillance)] (37). Ως απάντηση στην κρίση, τα σώματα ταυτόχρονα διαχωρίζονται από και ενσωματώνονται σε ιστορικά προσδιορισμένες μορφές φιλελεύθερης διαφοράς (ως ο συγκροτητικός Άλλος του φιλελευθερισμού), όπως ακριβώς διαπερνώνται από τις διαδοχικά συνδεδεμένες διεργασίες της επικοινωνίας και του έλεγχου, οι οποίες συζευκτικά κυριαρχούν τη ζωή - όλο και πιο μύχια, όλο και πιο ολοκληρωτικά.

 

Από τη στιγμή που ταυτόχρονα παράγονται ως μεμονωμένα υποκείμενα και αποσυντίθενται ως διαχωρίσιμα συστατικά, ιδιαίτερα στοχευμένα κομμάτια ή μοτίβα δεδομένων ("Στέλνει χρήματα ηλεκτρονικά στη Νιγηρία", "Πληκτρολογεί στα αραβικά", "Ανιχνεύσιμη νοτιο-ασιατική γεωμετρία προσώπου και τόνος δέρματος", "Φοράει Hijab" κλπ)  μπορεί να είναι αντικείμενα ενεργειών από κυβερνητικά συστήματα, ως μέσα κυριάρχησης επί ενός διαφοροποιημένου υποκείμενου ή ομάδας υποκειμένων στα πλαίσια εξαναγκασμένων ιεραρχιών μιας φιλελεύθερης κοινωνικής τάξης. Με άλλα λόγια, η ολοκληρωτική δομή του κυβερνητικού ελέγχου κάνει την εμφάνισή της παραπλεύρως των φιλελεύθερων κρίσεων, ως κομμάτι μιας συνδετικής ιστορικής κίνησης, εντός της οποίας μια αντιληπτή απειλή στην οικουμενικότητα του φιλελευθερισμού πρέπει να προστατευτεί επίμονα από τη διαφοροποιημένη επιβολή της κυβερνητικής εξουσίας. Μ' αυτή την έννοια, η υποκειμενικότητα καθ’ εαυτή καθίσταται αδιανόητη, απουσία είτε της εξατομικευμένης δύναμης του φιλελευθερισμού είτε του ανάλογου σετ εξαρτημάτων, συσκευών και μηχανισμών που απαρτίζουν την υλική σύνθεση των κυβερνητικών συστημάτων, υπεύθυνα τόσο για την παραγωγή όσο και την κυριάρχηση υποκειμένων διαχωρίσιμα (38). 

 

Μια σύντομη παύση για να αναζητήσουμε το κοινό περίγραμμα των ιστοριών της συλλογής δεδομένων, της υπολογιστικής και της κρατικής βίας, μπορεί να συνεισφέρει στο να ξεκαθαριστούν οι συνθήκες υπό τις οποίες αυτές οι δυναμικές διαμορφώθηκαν. Στην Ευρώπη, πιο συγκεκριμένα, το ιστορικό τούτων των πρακτικών ηχεί και αντηχεί κι επαναλαμβάνεται μέσα από τα αποικιακά εγχειρήματα, την καταστολή των λαϊκών εξεγέρσεων, την οργάνωση γενοκτονιών έως το σύγχρονο έλεγχο της μετανάστευσης στα ευρωπαϊκά σύνορα. Καθένα από αυτά αποτελεί τμήμα μιας συνεχούς διεργασίας, ανάπτυξης, μετασχηματισμού και έκφρασης της κρατικής εξουσίας.

Πολλαπλές και διαφορετικές ιστορίες κυκλοφορούν και συγκλίνουν σε μία σύνθετη κληρονομιά, εγκαθιδρυμένη από την καταγραφή, την καταμέτρηση και, τελικά, τον υπολογισμό σωμάτων, από πρακτικές που αναλήφθηκαν ως μορφές μαζικής αφαιρετικής βίας. Ήδη από την εποχή της ισπανικής Ιεράς Εξέτασης η τήρηση αρχείων, η λογιστική αποτύπωση και η συλλογή δεδομένων είχαν γίνει αναπόσπαστα στοιχεία της διαδικαστικής επιβολής της κρατικής καταστολής (39). Ένα σύνολο διαδικασιών κωδικοποιημένο σε έγγραφα και αρχεία, όπως η Orden de Processar[7] στα τέλη του 16ου αιώνα, περιελάμβανε όχι μόνο καταγεγραμμένα πρακτικά των δικών, δηλαδή των παρόντων, όπως και των καταθέσεών τους, των ετυμηγοριών και την καταδικαστικών αποφάσεων, αλλά και πληροφορίες για τα περιουσιακά και βιογραφικά στοιχεία τους· θρήσκευμα, εθνικότητα, φυλή και εκτενή αναφορά στις οικογενειακές σχέσεις τους. Η επιστημολογική δομή της Ιεράς Εξέτασης είναι αυτό που τελικά της έδωσε διάρκεια ως πολιτικής και ιστορικής δύναμης: η τεκμηρίωση της ιδιοκτησίας επέτρεπε την κατάσχεσή της, γεγονός που αποτέλεσε πρωταρχική πηγή χρηματοδότησης των δικαστηρίων, ενώ το φακέλωμα των οικογενειακών δεσμών επέτρεπε τη διενέργεια εκτεταμένων ερευνών σε έναν καταρράκτη από διαδοχικές δίκες. Η καθιέρωση της γραφειοκρατικής συλλογής κι επεξεργασίας δεδομένων, μετασχημάτισε το συμβάν της κρατικής βίας σε μια επαναλαμβανόμενη μέθοδο κρατικής βίας[8] ικανής να ξεδιπλώνεται για πολλά χρόνια - ή, στην περίπτωση της Ιεράς Εξέτασης, για αιώνες - μα και να εκτελείται από πολλούς διάσπαρτους φορείς, που μπορούσαν απλά να ακολουθούν επίσημα καταγεγραμμένες οδηγίες και διαδικασίες.

 

Ως τα τέλη του 19ου αιώνα, οι βιομετρικές τεχνικές είχαν αρχίσει να αναπτύσσονται, να ωριμάζουν και να ενσωματώνονται στη γραφειοκρατική οργάνωση της κρατικής εξουσίας. Στην αποικιακή Ινδία, οι Βρετανοί αξιωματικοί William Herschel και Richard Henry υιοθέτησαν τα δακτυλικά αποτυπώματα ως μέθοδο για να μπορούν οι αγράμματοι άνθρωποι των αποικιών να υπογράφουν συμβόλαια κι αργότερα χρησιμοποιήθηκε για την ταυτοποίηση ποινικών εγκληματιών στη Βεγγάζη· τεχνικές που μεταφέρθηκαν έπειτα από τις αποικίες πίσω στη Βρετανία και ενσωματώθηκαν στις καθιερωμένες τεχνικές της Μητροπολιτικής Αστυνομικής Διεύθυνσης του Λονδίνου (40). Περίπου την ίδια περίοδο, οι βιομετρικές φωτογραφίες εφαρμόστηκαν στη Γαλλία τις δεκαετίες που ακολούθησαν την ήττα της Παρισινής Κομμούνας, κατά τη διάρκεια της οποίας καταστράφηκε τεράστιος όγκος δημοσίων εγγράφων στις φωτιές κι έτσι οι παριζιάνοι μπορούσαν να ισχυριστούν οποιαδήποτε ταυτότητα επιθυμούσαν (41). Η μονιμοποίηση της προσωπογραφίας στη μορφή των φωτογραφιών της σήμανσης, συγκεκριμένα, στόχευε στο να "επανεγγράψει ένα κοινωνικό πεδίο που είχε εκραγεί σε πολλαπλότητες" (42). Η πιο διαβόητη αρίθμηση σωμάτων πήρε μορφή στους αριθμούς-τατουάζ στο δέρμα των Εβραίων, των Ρομά, των ομοφυλόφιλων, των αναπήρων και των υπόλοιπων έγκλειστων στο Άουσβιτς κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος. Ως τα μέσα του 20ου αιώνα, το ναζιστικό καθεστώς ήδη χρησιμοποιούσε υπολογιστές προκειμένου να διαχειριστεί τους πληθυσμούς-στόχους και να οργανώσει τη μεταφορά τους στα διάφορα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξολόθρευσης ανά την Ευρώπη, με όλο και μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα (43). Η IBM ανέλαβε την τροφοδότηση των Ναζί με μηχανές και διάτρητες κάρτες καθώς και τη συντήρησή τους. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τις τεράστιες απογραφές πληθυσμών που συνόδευσαν την γερμανική κατοχική επέκταση, επέτρεψε την ταξινόμηση των διακριτικών χαρακτηριστικών των στοχευμένων πληθυσμών: ένα κυριολεκτικό μέτρημα των σωμάτων και επί των σωμάτων, που δημιούργησε τις αναγκαίες συνθήκες για την μαζική εξόντωση που ακολούθησε (44). 

 

Σε όλες τις προαναφερόμενες περιπτώσεις, η δημιουργία αφηρημένων καταλόγων, εντός των οποίων σύνθετα και λεπτά διαφοροποιημένα σώματα κατέληξαν να μετρηθούν και να αριθμηθούν, ήταν ο πρωτεύων επιστημολογικός και πολιτικός μηχανισμός μέσω του οποίου τέτοιες μορφές βίας κατέστησαν δυνατές. Αν και η μοναδικότητα και η ιδιαιτερότητα καθεμιάς από αυτές τις ιστορίες δε μπορεί να αγνοηθεί, είναι ωστόσο σημαντικό να διαβαστούν μαζί, ως κομμάτια που συνεισέφεραν στην ευρύτερη ιστορική εξέλιξη της κρατικής εξουσίας στην Ευρώπη ως σήμερα. Μέσα σε αυτές τις διαφορετικές αλλά συνδεδεμένες ιστορίες, ένας σημαντικός μετασχηματισμός συνέπεσε με την ανάδυση της κυβερνητικής και του ελέγχου: ενώ οι πρώιμες βιομετρικές πρακτικές (όπως πχ η φωτογραφία σύλληψης και το δακτυλικό αποτύπωμα) επινοήθηκαν αρχικά ως μέτρα με αναδρομική ισχύ, με τη χρήση των οποίων ήταν δυνατό οι συλληφθέντες να φακελωθούν και να αναγνωριστούν ευκολότερα αν χρειαζόταν να ξανασυλληφθούν, στις κοινωνίες του ελέγχου τα βιομετρικά δεδομένα συλλέγονται προληπτικά για όλο τον πληθυσμό, γεγονός που βασίζεται στην υπόθεση ότι παρά το γεγονός πως δεν είναι κάθε άτομο ποινικός εγκληματίας, σε κάθε άτομο έχει την ανεξάλειπτη δυνατότητα να γίνει (45).

 

Ως αντίδραση στην επαπειλούμενη εγκληματική δυνατότητα που ενυπάρχει σε κάθε υποκείμενο, συλλέγονται οι μεγαλύτεροι δυνατοί όγκοι δεδομένων, κάθε στιγμή, από ένα διάχυτο δίκτυο συστημάτων αναγνώρισης προσώπου, μηχανημάτων αναγνώρισης πινακίδων αυτοκινήτων, συστημάτων ηλεκτρονικών πληρωμών, κεραιών κινητής τηλεφωνίας, και μυριάδων άλλων τεχνολογιών. Και όλα αυτά, όχι εξαιτίας κάποιου αποδεδειγμένου γεγονότος αλλά λόγω μιας κοινωνικής πιθανότητας που πρέπει διαρκώς να προβλέπεται και να ρυθμίζεται από τα κυβερνητικά συστήματα. Εν συντομία, η μετατόπιση από τις πειθαρχικές κοινωνίες στις κοινωνίες του ελέγχου μπορεί να αντιστοιχηθεί με την ανάλογη μετατόπιση από την ντετερμινιστική κατανόηση της κοινωνίας, χαρακτηριστική των νεωτερικών πρακτικών διακυβέρνησης και κυριαρχίας που στόχευαν σε συγκεκριμένες προοπτικές μέλλοντος, στην κατανόηση της κοινωνίας ως ενός συνδυασμού πιθανοτήτων και δυνατοτήτων που χρήζουν τροποποίησης κι ελέγχου (46). Ως συνέπεια, η δομή της κυβερνητικής και του ελέγχου ενσωματώνει και καθιστά παραγωγικό έναν βαθμό απροσδιοριστίας, μετασχηματίζοντας τον θόρυβο σε δεδομένα, τα οποία έπειτα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την εφαρμογή πειθαρχικών/διορθωτικών ρυθμιστικών μέτρων (47). Στην πραγματικότητα, χωρίς την απροσδιοριστία, η κυβερνητική και ο έλεγχος δε θα είχαν σχετικό αντικείμενο για να δράσουν πάνω του και αντίθετα θα δρούσαν ως αιτιοκρατικές (ντετερμινιστικές) μηχανές. Η κοινωνική συμπεριφορά και, συνεπώς, η ζωή καθαυτή είναι κοινωνικές και ζωντανές μόνο στο βαθμό που διαφεύγουν, ξεγλιστρούν ή υπερβαίνουν τον πλήρη επικαθορισμό τους, και ως τέτοιες, ως μορφές απροσδιοριστίας, αποτελούν το υλικό υπόστρωμα για την κυβερνητική ρύθμιση. Η βασική καινοτομία της κυβερνητικής οργάνωσης της εξουσίας, της πληροφορικής της κυριαρχίας και των κοινωνιών του ελέγχου είναι το γεγονός ότι δεν αντιμετωπίζουν την απροσδιοριστία ως ένα πρόβλημα που πρέπει να αποτραπεί, να εξαλειφθεί ή να ξεπεραστεί, αλλά ως την κατάλληλη επικράτεια της ίδιας της λογικής δυνατότητας της διακυβέρνησης.

 

Υπό αυτό το πρίσμα, δεν μας εκπλήσσει το γεγονός ότι η άνοδος της κυβερνητικής έχει συνοδευτεί από την αναδυόμενη κεντρικότητα της κρίσης (48). Έχει γίνει πλέον εντελώς βαρετό να ανοίγουμε μια εφημερίδα και να διαβάζουμε ξεχωριστές ιστορίες για την ίδια κρίση: το κλίμα, η οικονομία, το κράτος, η νεότητα, τα πανεπιστήμια, οι αρρενωπότητες, ο έλεγχος της μετανάστευσης, η εκκλησία, η οικογένεια, ο πολιτισμός ο ίδιος· όλα βρίσκονται σε κρίση. Είτε οικολογική, είτε οικονομική, στρατιωτική, κανονική ή πολιτική, οι κρίσεις δεν αποτελούν πλέον ούτε εξαιρέσεις ούτε ρήξεις, αλλά το κοινότοπο, διαρκές πλαίσιο νέων πειθαρχικών μέτρων ελέγχου. Όπως σημειώνει ο Agamben, στις κρίσεις "η ικανότητα να αποφασίζεις άπαξ και δια παντός εξαφανίζεται, και η συνεχής διαδικασία λήψης αποφάσεων δεν αποφασίζει τίποτα", καθώς πια αντιμετωπίζονται απλώς ως ευκαιρίες για την διακυβέρνηση να επιβάλει την ισχύ της “στη μορφή ενός αέναου coup d’état”· ισχύ που δεν μεριμνά για τη διατήρηση της τάξης αλλά την αδιάκοπη διαχείριση της αταξίας (49).

 

Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ, Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ

 

Η ευρωπαϊκή μεταναστευτική κρίση ήταν τόσο μια κρίση του ελέγχου, κατά την οποία οι συνοριακοί έλεγχοι απέτυχαν -φαινονμενικά- να εμποδίσουν τους/τις μετανάστ(ρι)ες να εισέλθουν στην Ευρώπη, όσο ακριβώς και μια κρίση προς έλεγχο[9], ένα ιστορικό αντικείμενο για τη διεξαγωγή επιχειρήσεων ελέγχου. Υπό αυτή την έννοια, το δίδυμο κρίση-έλεγχος λειτούργησε ως κομμάτι ευρύτερου υπολογισμού της κυβερνητικής, η οποία εξαπλώνεται μαζικά και με ποικίλους τρόπους σε πλανητική κλίμακα. Για να μπορεί να είναι η κυβερνητική ο κύριος λογικός μηχανισμός της σημερινής διακυβέρνησης, η κοινωνία καθ’ αυτή δεν πρέπει να κατανοεί τον εαυτό της σαν να βρίσκεται σε μια ιδεατή πορεία προόδου αλλά σαν να κατακρημνίζεται αενάως σε νέα βάθη κρίσης. Αυτή η κατανόηση του κόσμου σα να είναι θεμελιωδώς σε κρίση είναι αποτέλεσμα της τεχνικής και επιστημολογικής δομής της κυβερνητικής. Σύμφωνα με αυτή, ο κόσμος προσεγγίζεται σαν να έχει την ανάγκη μιας ατέλειωτης επιδιόρθωσης, επειδή εκλαμβάνεται κυριολεκτικά σα να τίθεται τόσο εκτός ελέγχου όσο περισσότεροι μηχανισμοί ελέγχου εφαρμόζονται.

 

Όσο περισσότερη επικοινωνία καθιερώνεται εντός των κυβερνητικών συστημάτων, τόσο περισσότερη απροσδιοριστία ανιχνεύεται, και όσο η ανιχνεύσιμη απροσδιοριστία αυξάνεται, τόσο εντονότερα αναδύεται η ανάγκη για επικοινωνία και έλεγχο. Τούτη η ανάλογη σχέση, μεταξύ της παραγωγής γνώσης στα κυβερνητικά συστήματα και της ανάγκης για επιβολή ελέγχων σχετικών με αυτή τη γνώση, λειτουργεί ως συνδετική σύμπραξη μεταξύ ελέγχου και κρίσης γενικότερα, ένα επιστημολογικό και πολιτικό κύκλωμα ανατροφοδότησης, στο πλαίσιο του οποίου η αύξηση του ενός μεγεθύνει και πολλαπλασιάζει την επείγουσα ανάγκη για το άλλο. Ο έλεγχος και η κρίση λειτουργούν μαζί, ως μία μοναδική δομή εξουσίας, η οποία ενδιαφέρεται για τη διαχείριση των κρίσεων τόσο, όσο επενδύει στη διατήρησή τους, αναδυόμενη συγχρόνως ως μια συναρμογή τεχνολογιών, υποδομών και πολιτικών που αλληλοενισχύονται, αλληλοαναπαράγονται και αλληλοσυντηρούνται.

 

Κεντρικό ρόλο για την ουσιαστική κατανόηση της μεταναστευτικής κρίσης έχει η ανάλυση των τρόπων με τους οποίους η κρίση αυτή αναδύθηκε από κοινού και σε σχέση[10] με τους τρόπους που τέθηκε υπό έλεγχο, ακριβώς όπως ο έλεγχος αναδύθηκε μέσα από τον απόηχο της δικής του κρίσης (50). Η συλλογή και η αισθητικοποιημένη κυκλοφορία των δεδομένων που προέκυψαν από τη μεταναστευτική κρίση του 2015-2016, αποδείχθηκαν ιδιαίτερα παραγωγικές για τη Frontex και έδωσαν τη δυνατότητα για ουσιαστική επέκταση των υποδομών και των επιχειρήσεών της (51). Το 2015, κατά την υποτιθέμενη κορύφωση της μεταναστευτικής κρίσης, η Frontex ανέφερε πως μια "άνευ προηγουμένου εισροή ανθρώπων" (αριθμώντας 710.000) είχε εισέλθει στην Ε.Ε. χωρίς τα κατάλληλα έγγραφα, σημειώνοντας αύξηση κατά 428.000 σε σχέση με το προηγούμενο έτος (52). Ενώ αποτελεί αδιαμφισβήτητη αλήθεια πως ο αριθμός των καταγεγραμμένων μεταναστών αυξήθηκε εκείνη την περίοδο λόγω της εξεγερτικής δραστηριότητας και των επακόλουθων ενόπλων συρράξεων που εξελίσσονταν στη Μέση Ανατολή την ίδια ακριβώς περίοδο, αυτό που είναι σημαντικό με την συγκεκριμένη αναφορά είναι πως ο αριθμός των μεταναστών που εντοπίστηκαν χρησιμοποιήθηκε από τη Frontex για να περιγράψει τον αριθμό των μεταναστών που εισήλθαν στην Ε.Ε. χωρίς άδεια· μια ανεπαίσθητη, αλλά με καθοριστική σημασία, διάκριση με συνακόλουθες πολιτικές συνέπειες.

 

Λόγω του πολλαπλασιασμού των ελέγχων στα ευρωπαϊκά σύνορα, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι ένας και μόνο μετανάστης μπορεί να εντοπιστεί πολλές φορές από τo διάσπαρτα οργανωμένο δίκτυο ποικίλων συστημάτων παρακολούθησης και δυνάμεων ασφαλείας. Αφού ο δημοσιογράφος Nando Sigona κατέθεσε ερώτηση σχετικά με τις πηγές των σχετικών αριθμών, η Frontex προσέθεσε μια διευκρίνηση στο τέλος της έκθεσής της, σύμφωνα με την οποία:

 

“Η Frontex παρέχει μηνιαίως δεδομένα για τον αριθμό των εντοπιζόμενων στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ. Ασυνήθιστες απόπειρες διέλευσης των συνόρων μπορούν να πραγματοποιηθούν από τον ίδιο άνθρωπο πολλές φορές, σε διαφορετικές τοποθεσίες των εξωτερικών συνόρων. Αυτό σημαίνει ότι, μεγάλος αριθμός ανθρώπων που καταμετρήθηκαν με την άφιξή τους στην Ελλάδα, επανα-καταμετρήθηκαν όταν εισήλθαν στην ΕΕ για δεύτερη φορά, μέσω  Ουγγαρίας ή Κροατίας.” (53)

 

Ακόμα και με τη διευκρίνηση, όμως, που φάνηκε να θέτει υπό αμφισβήτηση την "άνευ προηγουμένου εισροή", η έκθεση είχε, παρ' όλα αυτά, ακριβώς την ίδια επιτυχία, υπερβάλλοντας στην παρουσίαση της κρίσης: η κατάσταση είναι εξαιρετική, κι έτσι χρειάζεται αντίστοιχη εξαιρετική αύξηση των μέτρων ελέγχου. Όπως ισχυρίζεται ο διευθυντής της Frontex, Fabrice Leggeri, περίπου στο μέσο της έκθεσης:

 

“Χρειάζεται επείγουσα βοήθεια, ιδιαίτερα στην Ελλάδα και την Ιταλία, στην ταυτοποίηση και καταγραφή των νεοαφιχθέντων. Νωρίτερα σε αυτό το μήνα, αιτήθηκα στις χώρες-μέλη της ΕΕ να συνδράμουν τη Frontex με επιπλέον συνοριοφύλακες, που μπορούν να βοηθήσουν τις δύο αυτές χώρες στην αντιμετώπιση τέτοιων άνευ προηγουμένου ροών. Ελπίζω η συνεισφορά τους να είναι ικανοποιητική και να δείξει το πραγματικό πνεύμα της Ευρωπαϊκής αλληλεγγύης.

 

Εννοείται ότι ο "άνευ προηγουμένου" χαρακτήρας των ροών, εδώ, είναι ύποπτος, ειδικά αν σκεφτούμε ότι η Ευρώπη του 20ου αιώνα αναδιαμορφώθηκε από πολύ μεγαλύτερες μαζικές μεταναστεύσεις, τόσο αυτές που προκλήθηκαν από δύο παγκοσμίους πολέμους όσο και αυτές που σχετίζονταν με την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία. Το “άνευ προηγουμένου” πλαίσιο δεν είχε στόχο να λειτουργήσει περιγραφικά, αλλά μάλλον να συγκροτήσει ένα άνευ προηγουμένου (δηλαδή άνευ παρελθόντος) παρόν, μια κατάσταση για την οποία δεν μπορούμε να προγραμματίσουμε αλλά, αναμφίβολα, μπορούμε να την ελέγξουμε.

 

Η έκκληση του Leggeri για “ευρωπαϊκή αλληλεγγύη” επισημοποιήθηκε και διευρύνθηκε αργότερα, στην Έκθεση Ανάλυσης Κινδύνου (Risk Analysis Report) του 2016 (που γράφτηκε το 2015) της Frontex. Η έκθεση πρότεινε την ίδρυση του Κέντρου Ανάλυσης Κινδύνου της Frontex (Frontex  Risk Analysis Centre), ενός δικτύου διαμοιρασμού  πληροφοριών εντός της ΕΕ, καθώς και την αύξηση προσωπικού και χρηματοδότησης για επαρκή απόκριση στην “άνευ προηγουμένου” κρίση. Αποκρινόμενη, από τα τέλη του 2015, η Κομισιόν εισήγαγε νέους κανονισμούς, ιδρύοντας τον “Οργανισμό Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής” (European Border and Coastguard Agency), που αντικατέστησε την προηγούμενη υπόσταση της Frontex, με τη μορφή της "Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας για τη Διαχείριση της Επιχειρησιακής Συνεργασίας στα Εξωτερικά Σύνορα" (European Agency for the Management of Operational Cooperation at the External Borders) (54). Μαζί με την αλλαγή του ονόματος, ήρθε και μια τεράστια επέκταση στο εύρος των αρμοδιοτήτων της Frontex, η οποία έφτασε να περιλαμβάνει πλέον το "δικαίωμα επέμβασης", επιτρέποντας την ανάπτυξη των δυνάμεων ασφαλείας της δίπλα στις εκάστοτε εθνικές αρχές, την ίδρυση του "Κέντρου Ανάλυσης Κινδύνου", που θα διευκόλυνε την κυκλοφορία και την συγκέντρωση δεδομένων σχετικών με τη μετανάστευση μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, και το σχηματισμό των "Ευρωπαϊκών Ομάδων Επαναπροώθησης" (European Return Intervention Teams), που θα βοηθούσε τα κράτη-μέλη της ΕΕ με τις απελάσεις "παράτυπων" μεταναστών (55). Τελικά, η μεταναστευτική κρίση δε λειτούργησε επ’ ουδενί ως μια κρίση του ελέγχου, αλλά μάλλον ως ένας δραματικός πολλαπλασιασμός του, που αύξησε επ’ αόριστον την ένταση και το πεδίο όλων των ειδών των επιχειρήσεων της Frontex.

 

Αφού ιδρύθηκε η “Οργανισμός Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής”, υιοθετήθηκαν διάφορα μέτρα για την περαιτέρω ρύθμιση, αστυνόμευση και έλεγχο της μετανάστευσης ως κομμάτια μιας ευρύτερης, κυβερνητικής οργάνωσης της εξουσίας. Ακολουθώντας την κρίση του 2015-16, η Frontex προχώρησε στην επέκταση των γεωγραφικών της ορίων μέσα από την καθιέρωση "θυλάκων ανάλυσης κινδύνου" κατά μήκος της Αφρικής σαν μιας ευρύτερης στρατηγικής εξωτερίκευσης των συνόρων της, επεκτείνοντας τον έλεγχο και τις ανιχνευτικές της ικανότητές πολύ πέραν της ευρωπαϊκής ηπείρου (56). Αυτοί οι θύλακες ανάλυσης κινδύνου "αναλύουν στρατηγικά δεδομένα σχετικά με το διασυνοριακό έγκλημα σε διάφορα αφρικανικά έθνη-κράτη και στηρίζουν τις τοπικές αρχές που εμπλέκονται στη διαχείριση των συνόρων", επιβάλλοντας έτσι την κυβερνητική λογική ελέγχου των συνόρων της Frontex με απεδαφικοποιημένο και νεοαποικιακό τρόπο σε όλη την Αφρική. Συνάγοντας από τις θέσεις των Fred Moten και Stefano Harney, μπορούμε να σκεφτούμε τους θύλακες ανάλυσης κινδύνου ως μια στρατριωτικοποιημένη επίθεση της Ευρώπης απέναντι στο περιβάλλον (της), ως εγκαθίδρυση οχυρωμένων αποικιών, που -με την ίδια ταυτόχρονη χειρονομία- αναπαράγει τη φαντασίωση του εχθρικού περιβάλλοντός της (57). Συνάγοντας από τις θέσεις του Achille Mbembe, οι θύλακες ανάλυσης κινδύνου μπορούν εξίσου να είναι το νεκροπολιτικό θεμελιώδες κομμάτι μιας ευρωπαϊκής πολεμικής μηχανής· μια μορφή κρατικής εξουσίας αποσυνδεδεμένη από γεωγραφικούς περιορισμούς, φτιαγμένη να είναι "πολύμορφη και διάχυτη", μια στρατιωτικοποιημένη και ευκίνητη κυβερνητική δύναμη που έχει παράδοξα αιχμαλωτιστεί από την κυριαρχία ώστε η ίδια να μπορεί να υπερβεί τα τυπικά της όρια (58). Τα μέτρα αυτά, συμπληρωματικά με άλλα προγράμματα επέκτασης των συνόρων, στη Μεσόγειο, την Τουρκία και αλλού, μετατοπίζουν τα γεωγραφικά σύνορα της ΕΕ, από καθορισμένους τόπους σημείων σε φασματικές εκφράσεις διαμέσου πολλών δυναμικών ζωνών ελέγχου ταυτόχρονα. Σαν μια αδιάσπαστη προέκταση της ευρωπαϊκής αποικιακής ιστορίας, η εξάσκηση της ευρωπαϊκής ισχύος σε περιοχές που η ίδια κατέστησε “εξωτερικές”, επανενσαρκώνεται πλέον υλικά δια της κυβερνητικής.

 

Ως τυπική κλιμάκωση όλων αυτών των μετασχηματισμών, μια πειραματική τεχνολογία ελέγχου των συνόρων, το iBorderCtrl που αυτοματοποιεί κάποιους από τους μεταναστευτικούς ελέγχους στα επίσημα σημεία διέλευσης, τίθεται τώρα σε πιλοτική εφαρμογή στην Ελλάδα, την Ουγγαρίας και τη Λετονία. Μέσα από τεχνολογίες αναγνώρισης της έκφρασης και αλγόριθμους μηχανικής μάθησης, οι μετανάστες που υποβάλλονται στο πρόγραμμα "χρησιμοποιούν μια online εφαρμογή για να ανεβάσουν φωτογραφίες των διαβατηρίων τους, πιστωτικών καρτών και απόδειξης των πηγών εσόδων τους, ύστερα χρησιμοποιούν κάμερα (webcam) για να απαντήσουν σε ερωτήσεις από έναν ψηφιακά κατασκευασμένο συνοριοφύλακα, εξατομικευμένο σύμφωνα με το φύλο, την εθνικότητα και τη γλώσσα των συνεντευξιαζόμενων (59). Στη συνέχεια το σύστημα αναλύει "μικροεκφράσεις", ώστε να καθορίσει εάν μπορεί να επιτραπεί στον/στην εκάστοτε μετανάστη/τρια η διέλευση των συνόρων μέσω των τυπικών διαδικασιών ασφαλείας ή αν απαιτείται εφαρμογή επιπρόσθετων επιπέδων ασφάλειας, από τους ανθρώπους των συνοριακών φρουρών (60). 

 

Η ενσάρκωση της κυβερνητικής διατρέχει ευρείες κλίμακες, με πολλά διακριτά και διαλειτουργικά επίπεδα επικοινωνίας κι ελέγχου που συνυπάρχουν σε ενσωματωμένες ρυθμιστικές ιεραρχίες. Ενώ η Frontex φαίνεται να έχει μια συγκεκριμένη κυβερνητική συσχέτιση με τα κράτη μέλη, όπως προκύπτει από την κυκλοφορία δεδομένων και την επακόλουθη αναδιοργάνωση των πόρων ασφάλειας των συνόρων, το iBorderCtrl είναι ένα παράδειγμα κυβερνητικής διαδικασίας στην κλίμακα του υποκειμένου. Κατά τη  διάδραση των μεταναστ(ρι)ών με την εφαρμογή, οι καταχωρήσεις των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους (φύλο, εθνικότητα, γλώσσα κλπ) διαμορφώνουν το αποτελέσματα του συστήματος (ερωτήσεις, κινούμενες ψηφιακές εικόνες), το οποίο με τη σειρά του προκαλεί μια νέα εκφραστική αντίδραση στο υποκείμενο· αυτή επιστρέφεται και αναλύεται από τη μηχανή, πυροδοτώντας ακόμα περισσότερες αλγοριθμικές προσαρμογές στα συστήματα επικοινωνίας και ελέγχου της Frontex. Εδώ, η κυβερνητική έκφραση της εξουσίας είναι τρομακτικά οικεία. Δεν υπάρχει μια μοναδική δομή εξουσίας που επιβάλλεται ομοιόμορφα σε ένα πληθυσμό, εδώ, αλλά μάλλον για μια αλγοριθμική πολλαπλότητα αποκλειστικά προσαρμοσμένων διαμορφώσεων που εκτελούνται κατά περίπτωση μα και διαφορικά σε σχέση με κάθε μεμονωμένο υποκείμενο.

 

Όσο τα κυβερνητικά συστήματα τείνουν να ενσωματώνονται τεχνικά σε όλο και μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας, τόσο η κρίση  θα μετατρέπεται από συμβάν σε μόνιμη συνθήκη του παρόντος. Όσο η κρίση θα χρησιμοποιείται στο δημόσιο λόγο, τεχνικά και πολιτικά ως μέσο για την επιβολή όλο και περισσότερων ελέγχων, και όσο περισσότερο οι έλεγχοι επιτείνουν επιστημολογικά την εμφάνιση διάφορων κρίσεων, τόσο η κρίση όσο και ο έλεγχος θα οξύνονται. Όπως σημειώνει η Haraway, “ο μόνος τρόπος να προσδιορίσουμε τη φύση της πληροφορικής της κυριαρχίας είναι ως τεράστια όξυνση της ανασφάλειας”, στο πλαίσιο της οποίας όλη η ζωή μετατρέπεται απλώς σε μια ακόμα ασταθή εισροή για ένα ευρύτερο σύστημα, που τελικά είναι προσανατολισμένο μόνο προς την αναπαραγωγή του (61). Στις κοινωνίες του ελέγχου, η κρίση λειτουργεί κυρίως ως συγκείμενο για τεχνικές διακυβέρνησης και μορφές της εξουσίας που ορίζονται από τον εντεινόμενο έλεγχο της ανασφάλειας και την εντεινόμενη ανασφάλεια του ελέγχου

 

Τελικά, το κυβερνητικό project της Frontex μπορεί ίσως να κατανοηθεί καλύτερα, με την ανάλυση μιας λέξης που η ίδια η Frontex απολαμβάνει να χρησιμοποιεί συχνά: κίνδυνος. Ο κίνδυνος είναι μια επιστημολογική αλλά και πολιτική έννοια διαμορφωμένη από μια στοχαστική (πιθανολογική) κοσμοθεωρία, που κατανοεί τα πάντα με τους όρους των πιθανοτήτων τους. Ο κίνδυνος καθιστά δυνατή μια μορφή σκέψης που αγκαλιάζει την αβεβαιότητα ώστε να μπορεί να στοχαστεί σε σχέση με αυτή. Μια μορφή που αναμένει κάθε διαφορετικό μέλλον, ώστε να ασκηθεί καλύτερος έλεγχος σε όλα, προληπτικά, πριν από κάθε πιθανή έκβασή τους. Ο κίνδυνος γίνεται αντικείμενο ανάλυσης, από την οποία αλγοριθμικές διαδικασίες δύνανται να προσομοιώσουν, να προβάλλουν και να προβλέψουν μελλοντικές τάσεις βάσει προηγούμενων συλλογών δεδομένων. Έτσι παράγονται οπτικοποιημένα μέλλοντα που μπορούν να επιδράσουν μέσω της κυβερνητικής στο παρόν. Η επικοινωνία είναι το κεντρικό μέσο που επιστρατεύει η κυβερνητική για να χαλιναγωγήσει την αβεβαιότητα, μιας και όσο περισσότερη επικοινωνία υπάρχει τόση περισσότερη ανατροφοδότηση μπορεί να παραχθεί. Υπό αυτή την έννοια, ο κίνδυνος αντί να είναι κάτι που πρέπει να ελαχιστοποιηθεί, είναι περισσότερο ένα παραγωγικό στοιχείο, εντός της επικοινωνίας και του ελέγχου.

 

Και τι είναι η κρίση, στην τελική, αν όχι η συνεχής κλιμάκωση του κινδύνου; Όπως ένα μικρόφωνο μπορεί να μικροφωνίσει, πολλαπλασιάζοντας τον περιβάλλοντα ήχο σε στριγγλιές ανυπόφορες για το αυτί, έτσι και η παγκόσμια εδραίωση του ελέγχου εμπεριέχει οντολογικά έναν αντίστοιχο πολλαπλασιασμό του κινδύνου. Με αυτό τον τρόπο, ο έλεγχος δεν λειτουργεί μόνο για να ελαχιστοποιήσει την απόσταση μεταξύ εισροών και εκροών σε ένα αρνητικό κύκλωμα ανατροφοδότησης που στοχεύει στη σταθεροποίηση των ευρωπαϊκών σχεδίων τιτλοποιήσεων και κυβερνητικής σταθερότητας, αλλά μπορεί επίσης να προκαλέσει τη μεγέθυνση και ενίσχυση συγκεκριμένων σημάτων, ώστε να  επεκτείνει το πεδίο όσων χρειάζονται έλεγχο. Παρότι για πολύ καιρό θεωρούνταν αντίθετη με τις κυβερνητικές μεθόδους ελέγχου, η θετική ανατροφοδότηση, στρατηγικά κατανεμημένη και διαφορικά ασκούμενη σε κάθε κοινωνικό πεδίο, γίνεται έτσι κεντρική στην παραγωγή του κινδύνου. Και, ως εκ τούτου, γίνεται βασική επέκταση των τεχνικών της εξουσίας, τόσο της φιλελεύθερης όσο και της κυβερνητικής (62). Στην ΕΕ, όσο η Frontex οργανώνει την παραγωγή όλο και μεγαλύτερων όγκων δεδομένων σχετικών με τους μετανάστες, και όσο τα δεδομένα αυτά θα κυκλοφορούν σε όλο και πιο πολλούς κόμβους επικοινωνίας, τόσο η κρίση θα πολλαπλασιάζεται και θα εμμένει, σαν κρίσιμο δομικό στοιχείο του παρόντος, δημιουργώντας τις συνθήκες για διαρκώς επεκτεινόμενο και έντατικοποιημένο έλεγχο. Από εδώ και στο εξής, η μονή ερώτηση άξια νοήματος είναι: Τι μπορεί να τινάξει στον αέρα την κυβερνητική ανατροφοδότηση αποθήκευσης, κυκλοφορίας και ελέγχου;

 

 

ΟΙ ΕΚΤΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ

 

Τι είναι ανεξέλεγκτο, σήμερα; Ποιο είναι το υπόλειμμα του ελέγχου, τι διαφεύγει και ξεγλιστρά από αυτόν, τι απειλεί να τον αναιρέσει πλήρως; Με άλλα λόγια, τι είναι εκτός ελέγχουαναδυόμενο από αυτόν και ταυτόχρονα κινητοποιημένο ενάντια στην καθολική εδραίωσή του; Η Haraway, ο Deleuze και οι Tiqqun, προτείνουν πιθανούς δρόμους που συνηχούν μεταξύ τους, με τρόπο ενδιαφέροντα και παραγωγικό, και βοηθούν στην περιγραφή ενός πλαισίου πρακτικών που αναδύονται ενάντια στον έλεγχο στην Ε.Ε. Οι επόμενες σελίδες είναι προσανατολισμένες βάσει της κατανόησης ότι η αντίσταση ενάντια στον έλεγχο είναι μια θεμελιωδώς ανοιχτή υπόθεση, μιας και αν γνωρίζαμε τι αναιρεί τον έλεγχο, ο έλεγχος θα είχε ήδη αναιρεθεί. Επομένως, ό,τι ακολουθεί δεν πρέπει να εκληφθεί ως κανονιστική ή διεξοδική πρόταση, αλλά μάλλον ως ένα μέσο διερεύνησης των ορίων της αντίστασης και της εξέγερσης. Σχετικά, η πλειοψηφία των περιπτώσεων που παραθέτω σε αυτό το τμήμα αφορούν τις πρακτικές των ίδιων των μεταναστών, όχι για να τους φετιχοποιήσω ούτε για να τους ρομαντικοποιήσω, αλλά γιατί, όπως ο Μπαρούχ Σπινόζα διορατικά πίστευε, αυτοί που επηρεάζονται πιο πολύ από την εξουσία έχουν την πιο κοντινή και βαθιά γνώση των επιχειρήσεων και των δυνάμεων της. Ως τέτοια, η επιλογή να δώσω έμφαση στις αντιστάσεις και εξεγέρσεις των μεταναστών έχει ως στόχο να βοηθήσει στον πολλαπλασιασμό νέων ευκαιριών για την υιοθέτηση αυτών των πρακτικών καθώς επίσης και σε δράσεις αλληλεγγύης προς αυτές.

 

Στο έργο της, η Haraway υιοθετεί τη φιγούρα του cyborg, μια, συγκεκριμένη υβριδοποίηση του βιολογικού και του τεχνικού, την οποία κατανοεί ως πιθανό φορέα διατάραξης και υπονόμευσης της πληροφορικής της κυριαρχίας. Όπως περιγράφει, η cyborg πολιτική επικεντρώνεται στον “αγώνα ενάντια στην επικοινωνία των κυβερνητικών συστημάτων, ενάντια στον ένα και μοναδικό κώδικα που μεταφράζει όλα τα νοήματα τέλεια […] επιμένει στο θόρυβο, κα προάγει τη μόλυνση” (63). Η θέση αυτή, προσανατολίζεται ενάντια στην επικοινωνία των κυβερνητικών συστημάτων, ενάντια στη διαφάνεια και την κενότητα της κυβερνητικού υποκειμενικότητας, ενάντια στον ολοκληρωτικό κώδικα των υπολογιστικών αριθμών· στην αντίσταση στην κυβερνητική, αναδυόμενη τόσο μέσα από τη δομή της όσο και ενάντια σε αυτήν. Δεν πρόκειται για μια σύλληψη της αντίστασης ως δημιουργίας μιας εξωτερικότητας ή διαφυγής, αλλά μάλλον για την σύγκρουση με την κυβερνητική μορφή, ως πεδίο πολιτικού ανταγωνισμού, δομημένου εντός της ίδιας. Αργότερα, η Haraway επεκτείνει τη σκέψη της: “Βεβαίως, το βασικό πρόβλημα με τα cyborg έγκειται στο γεγονός ότι είναι νόθα τέκνα του μιλιταρισμού και του πατριαρχικού καπιταλισμού – για να μην αναφερθώ στον κρατικό σοσιαλισμό. Όμως τα μπάσταρδα σπάνια μένουν πιστά στην καταγωγή τους. Σε τελική ανάλυση, οι πατεράδες τους είναι άχρηστοι” (64). Εδώ, η κρίση της κυβερνητικής, που εκφράζεται πλέον παντού, στην οικογένεια, την οικονομία, το στρατό, είναι ταυτόχρονα η συνθήκη της πιθανότητας ανάδυσης άπιστων υποκειμένων που μπορούν να γίνουν ασύμμετρα προς τη λογική της κυβερνητικής ανατροφοδότησης που τα παρήγαγε. 

 

Οικοδομώντας πάνω σε αυτές τις ιδέες, στο τελευταίο κεφάλαιο του The Cybernetic Hypothesis οι Tiqqun, σχηματοποιούν μια αλληλουχία μέτρων, τα οποία πιστεύουν ότι μπορούν αν συμβάλουν προς την κατάργηση της κυβερνητικής εξουσίας. Προς την κατεύθυνση φθοράς της επικοινωνίας, γράφουν ότι η "παρεμβολή είναι ο πρώτος φορέας της εξέγερσης" και ότι η "ομίχλη καθιστά την εξέγερση πιθανή", αντηχώντας προφανώς το θόρυβο και την ηθική μόλυνση της Haraway (65). Παρακάτω, συνεχίζουν επεκτείνοντας τη σκέψη ότι "η ομίχλη είναι ζωτικής σημασίας απάντηση στην επιτακτικότητα της διαύγειας και της διαφάνειας, το πρώτο αποτύπωμα της αυτοκρατορίας στα σώματα" κι έπειτα μνημονεύουν τη θέση του Ντελέζ πως "το σημαντικό ίσως είναι να δημιουργήσουμε κενοτόπια μη επικοινωνίας, διακόπτες που ξεφεύγουν από τον έλεγχο" (66). Για τους Tiqqun, όλες οι παρακάτω στρατηγικές είναι πιθανές:

 

"ιδρύοντας μια ζώνη αδιαφάνειας, όπου οι άνθρωποι θα μπορούν να κυκλοφορούν και να πειραματίζονται χωρίς να φέρουν την ροή πληροφορίας της Αυτοκρατορίας […] παράγοντας ‘ανώνυμες μοναδικότητες’, ανασυστήνοντας τις συνθήκες μιας πιθανής εμπειρίας που δεν θα ισοπεδώνεται διαρκώς από μια δυαδική μηχανή, η οποία θα της αναθέτει ένα νόημα ή μια κατεύθυνση." (67)

 

Τόσο οι Tiqqun όσο και ο Deleuze τοποθετούν την πιθανότητα αντίστασης ενάντια στην κυβερνητική και τον έλεγχο σε μορφές αδιαφάνειας και μη-επικοινωνίας που ενισχύουν τον θόρυβο και παρεμβαίνουν ή διακόπτουν τις ροές πληροφορίας. Μόνο μέσα από αυτό γίνεται δυνατή μια άλλη μορφή ζωής, ένα άλλο είδος εμπειρίας, που ίσως καταφέρει να σβήσει και να σιγήσει την κυβερνητική οργάνωση της εξουσίας.

 

Στην Ευρώπη, υπάρχουν ήδη σε κίνηση πολλές πρακτικές, που υιοθετούν έναν παρόμοιο προσανατολισμό ενάντια στον κυβερνητικό έλεγχο και μπορούν να λειτουργήσουν ως μοντέλα για την εξέγερση και την αντίσταση του μέλλοντος. Ωστόσο, πριν να αναφέρουμε μερικές, θα είχε νόημα να υπογραμμίσουμε γιατί μια συγκεκριμένη προσπάθεια δεν λειτούργησε και τι θα μπορούσε αυτό να μας πει για άλλες μορφές αντίστασης. Η ψήφιση του Ευρωπαϊκού Κανονισμού Προστασίας Γενικών Δεδομένων (GDPR) το 2016 (ξεκίνησε να εφαρμόζεται το 2018) θεμελίωσε μια σειρά δικαιωμάτων σχετικά με την συλλογή και την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων. Ο νόμος παραχωρεί στα “ψηφιακά υποκείμενα” εντός της ΕΕ, τη δυνατότητα να ζητήσουν αντίγραφα των δεδομένων που συλλέγονται για αυτά, το δικαίωμα να τα καταστήσουν ανώνυμα και το δικαίωμα να τα διαγράψουν από τους servers ενός οργανισμού αναιρώντας τη συναίνεσή τους· ή αλλιώς, το “δικαίωμα να (μπορείς να) ξεχαστείς (68). Αντιλαμβανόμαστε καλύτερα τον GDPR σαν φιλελεύθερη απάντηση στην κυβερνητική εξουσία, μια μορφή νομικής δράσης με πρόθεση να προστατέψει το φιλελεύθερο άτομο από τις υπερβολές της κυβερνητικής εξουσίας.

 

Παρότι ο GDPR διαμόρφωσε το νομικό πλαίσιο για αρκετές αγωγές εναντίον τεχνολογικών κολοσσών, σχετιζόμενες με κακή διαχείριση δεδομένων, οι υποτιθέμενες προστασίες του GDPR μπορούν να αναιρεθούν πλήρως από τη δικαϊκή εξουσία που απονέμεται στις δυνάμεις ασφαλείας και τη Frontex, επιτρέποντας την αυθαίρετη αναστολή αυτών των δικαιωμάτων. Ως μέρος της λογικής του κατάστασης εξαίρεσης, ενός πιο γενικού ορισμού δηλαδή της ασφάλειας και της διακυβέρνησης, η Frontex μπορεί να συλλέξει και να διακινήσει δεδομένα υποκειμένων που θεωρούνται ύποπτα για “διευκόλυνση παράνομης μετανάστευσης, ανθρώπινης διακίνησης (trafficking), ή άλλες εγκληματικές διασυνοριακές δραστηριότητες”. Τα δεδομένα περιλαμβάνουν, αλλά δεν περιορίζονται σε, “όνομα(τα) υποκειμένου, επίθετο, φύλο, εθνικότητα/ες, ονόματα γνωστών συνεργών, οργανωμένες εγκληματικές ομάδες, καταγεγραμμένες επιχειρήσεις, διευθύνσεις αφαλών σπιτιών, μέσα επικοινωνίας (αριθμός κινητού, κίνηση στα social media κτλ), μέσα μεταφοράς (καταγραφή οχημάτων, όνομα τις βάρκας κτλ), όπλα, φωτογραφίες, αξιόποινες και μη πράξεις, υπηκοότητα, σεξουαλικό προσανατολισμό” (69). Όπως διερευνήθηκε στο πρώτο τμήμα του κειμένου,  η οριακότητα μεταξύ των εννοιών του πρόσφυγα/αιτούντος ασύλου/μετανάστη και διακινητή/τρομοκράτη/εγκληματία επιτρέπει αποτελεσματικά την εφαρμογή τέτοιων εξαιρέσεων σε όλους/ες τους/τις μετανάστ(ρι)ες, αναιρώντας πλήρως την προστασία τους από τα κυβερνητικά προγράμματα διαμοιρασμού δεδομένων της Frontex. Με άλλα λόγια, η κρίση του φιλελευθερισμού αναδύεται ως συμπλήρωμα στην πραγμάτωση πιο εντατικών ελέγχων στο ευρωπαϊκό πλαίσιο.

 

Υπό το φως όλων των παραπάνω, οι μετανάστ(ρι)ες πλέον αναλαμβάνουν συνειδητά την ευθύνη της μετακίνησής τους, εν γνώσει της πιθανής υπολογιστικής τυποποίησής τους στα σύνορα αλλά και μέσα στην ΕΕ. Ενώ, στις πανοπτικές δομές των πειθαρχικών κοινωνιών, τα σώματα διατρέχονταν από τη διαρκή ανησυχία της επιτήρησης του δυνητικού φύλακα, εξαναγκαζόμενα έτσι να εσωτερικεύσουν το βλέμμα της εξουσίας και να αναπτύξουν δομές αυτοπειθάρχησης, τα σημερινά σώματα διατρέχονται όλο και πιο πολύ από την πιθανότητα να καταστούν αντικείμενα υπολογισμού, εξαναγκασόμενα έτσι να εσωτερικεύσουν τη λογική της αλγοριθμικής αιχμαλώτισης σε ευέλικτες μορφές αυτορρύθμισης και ελέγχου. Μ' αυτήν την έννοια, ο πανοπτικισμός αναβαθμίστηκε με την προσθήκη του πανυπολογισμού (pancomputation), μέσα στον οποίον η ζωή βιώνεται πια μόνο σε σχέση με τον πιθανό υπολογισμό της (computation) (70). Σ' αυτό το πλαίσιο, η ενδεχομενικότητα του υπολογισμού είναι τουλάχιστον διττή: Ταυτόχρονα εκφράζεται ως ενδεχόμενο ότι κάτι θα γίνει αντικείμενο υπολογισμού εντός των κυβερνητικών συστημάτων αλλά και ως το σύνολο των τρόπων που το ενδεχόμενο αυτό καθ’ αυτό γίνεται επίσης αντικείμενο υπολογισμού της κυβερνητικής ανάλυσης κινδύνου. Υπό την πρώτη έννοια, οι δράσεις, οι πρακτικές, οι χειρονομίες, οι συμπεριφορές και οι σχέσεις πραγματώνονται σε συνάρτηση με τον πιθανό τους υπολογισμό, ή αλλιώς, τους τρόπους που μπορεί να υποβληθούν σε αλγοριθμικούς εξονυχιστικούς ελέγχους και ανάλυση από επιχειρήσεις, κράτη και άλλους δρώντες. Επομένως, οι μετανάστες καταλήγουν να κινούνται πάντα σε συνάρτηση με και εν γνώσει της πιθανής καταγραφής και ανάλυσης αυτής της κίνησης από τα κυβερνητικά συστήματα.

 

Υπό τη δεύτερη έννοια, η μετακίνηση των μεταναστ(ρι)ών διαμορφώνεται εκ των προτέρων από την προσδοκία ότι οι μετακινήσεις αυτές έχουν ήδη προβλεφθεί αποτελεσματικά από μηχανές βασισμένες σε προηγούμενη συλλογή δεδομένων και υπολογιστική ανάλυσή τους. Ως συνέπεια της συζευκτικής αυτής λειτουργίας, οι μετανάστες πάντα μετακινούνται αυτόνομα σε αντίθεση με τον έλεγχο της μετανάστευσης, υιοθετώντας μια μορφή ανάληψης κινδύνου που συνειδητά σαμποτάρει και αντιτίθεται στις υπολογιστικές αναλύσεις και προβλέψεις της Frontex. Τεχνικά αξεδιάλυτες μεταξύ τους, η εξουσία και η αντίσταση τυπικά διαμορφώνουν η μία την άλλη σε μια καταρρακτώδη αλληλουχία μέτρων ελέγχου, από τη μια, και γραμμών διαφυγής, από την άλλη. Με άλλα λόγια, η αυτονομία της μετακίνησης εκφράζεται ως μια αλληλουχία υποκειμενικών στοιχημάτων, τα οποία μέσα από το να ρισκάρουν τα πάντα, επιβεβαιώνουν ξανά ότι η αυτονομία αυτή είναι ανεξάληπτη όσο και αν προσπαθούν οι αλγόριθμοι της Frontex. 

 

Ως απάντηση σε όλες τις απόπειρες κυβερνητικού ελέγχου της σύγχρονης μετανάστευσης, οι μετανάστ(ρι)ες έχουν υιοθετήσει στρατηγικές δημιουργίας ζωνών αδιαφάνειας και συμμετέχουν στο συλλογικό αγώνα ενάντια στην λεία επικοινωνία. Αναδυόμενες ως αυτό που ο Ντελέζ αποκάλεσε "κενοτόπια μη-επικοινωνίας", οι κοινότητες μεταναστών υιοθετούν μια σειρά από πρακτικές και από σχέσεις που ιδρύουν χώρους εναντίωσης στα κυκλώματα και τους μηχανισμούς της κυβερνητικής εξουσίας και που, πολλές φορές, λειτουργούν ως υπόστρωμα εξεγέρσεων (71). Η πρώτη και κυριότερη από αυτές τις στρατηγικές, είναι η χρήση τεχνολογιών κρυπτογραφημένης επικοινωνίας που επιτρέπει τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφορίας, με τρόπο αποτελεσματικά αδιαφανή ως προς τα κυβερνητικά συστήματα. Τα smartphones χρησιμοποιούνται για να δημιουργήσουν ασφαλή κανάλια επικοινωνίας με τους διακινητές, διευκολύνοντας την μετανάστευση προς την ΕΕ· μια σχέση που συχνά εμπεριέχει κάποιο βαθμό εκμετάλλευσης αλλά κάποιες φορές λειτουργεί σωτήρια για τους ίδιους τους μετανάστες. Μεταξύ διάφορων ομαδικών συνομιλιών κυκλοφορούν σχηματικοί χάρτες μεταναστευτικών μονοπατιών προς την ΕΕ, οι οποίοι απεικονίζουν διαγραμματικά τα περίπλοκα βήματα και τις φάσεις περάσματος πολλών διαφορετικών συνόρων (και την αποφυγή πολλών διαφορετικών δυνάμεων κα αρχιτεκτονικών ασφαλείας). Εφόσον οι μετανάστ(ρι)ες φτάσουν στην ΕΕ, τα κρυπτογραφημένα αυτά κανάλια επικοινωνίας παρέχουν ένα μέσο σύνδεσης με άλλους μετανάστες, και εγκαθιδρύουν νέες μεταναστευτικές κοινότητες,  ώστε να μην εκτεθούν στον εξονυχιστικό έλεγχο και τη βία των εθνικών αρχών. Η ευρεία χρήση της κρυπτογράφησης από τους μετανάστες είναι μια ασύμμετρη απάντηση στους “black box”[11] αλγορίθμους της τεχνικής νοημοσύνης και του machine learning, αλλά και τρόπος διαφυγής του έλεγχου τους και της υπολογιστικής τους ανάλυσης. 

 

Πέρα από την κρυπτογράφηση των επικοινωνιών τους, οι μετανάστες επίσης εμπλέκονται στην καταστροφή ή/και πλαστογράφηση ταυτοποιητικών εγγράφων με σκοπό είτε να αρνηθούν τη “διαύγεια, τη διαφάνεια, που είναι ο πρωταρχικός στιγματισμός της αυτοκρατορικής εξουσίας στα σώματα”, είτε να αυξήσουν την “μόλυνση” στον “μοναδικό κώδικα που μεταφράζει τέλεια όλα τα νοήματα”. Η Frontex οργανώνει την εξουδετέρωση αυτών των πρακτικών για τις οποίες ισχυρίζεται ότι “μπορούν τελικά να υποσκάψουν την εσωτερική συνοχή της”, επιστρατεύοντας ειδικούς, σχετικούς με τα έγγραφα ταυτοποίησης, στα σύνορα της Ε.Ε. ώστε να “αντιμετωπιστεί το φαινόμενο ολοκληρωμένα από την αστυνομία, τη συνοριοφυλακή και τους ειδικούς ταυτοποίησης εγγράφων” (72). Σε έρευνα που διεξήχθη από το -χρηματοδοτούμενο από την Ε.Ε.- Δίκτυο Ευρωπαϊκής Μετανάστευσης, (European Migration Network), τα κράτη-μέλη ερωτήθηκαν αν “υπάρχουν καλές πρακτικές ή προκλήσεις σχετικά με τον εντοπισμό πλαστών εγγράφων” (73). Ως απάντηση, το Λουξεμβούργο ανέφερε πως “η κύρια πρόκληση είναι ο όγκος αμφιλεγόμενων εγγράφων που συσσωρεύουν τεράστιες εκκρεμότητες δεδομένου ότι δεν υπάρχει επαρκές προσωπικό στην ειδική αστυνομική μονάδα για να τα ελέγξει όλα”. Το Βέλγιο απάντησε ότι είχε πρόβλημα στην επεξεργασία “αιτήσεων με πλαστά ή παραποιημένα πιστοποιητικά γέννησης που αποτελούν βάση απόκτησης άλλων (αυθεντικών) εγγράφων. Προφανώς, αυτού του τύπου οι παραποιήσεις είναι πολύ πιο δύσκολο να εντοπιστούν”, ενώ η Εσθονία απλώς δήλωσε ότι «δεν υπάρχουν ενδεδειγμένες πρακτικές”. Οι υπερφορτώσεις των συστημάτων επικοινωνίας με το θόρυβο των πλαστών αιτήσεων καθώς και την υιοθέτηση πολλαπλών ταυτοτήτων, που υποσκάπτουν την διαδικασία της κωδικοποιημένης μετάφρασης και καθίστανται δυνατές μέσω της καταστροφής και της πλαστογράφησης, είναι στρατηγικές που, για την ώρα, εφαρμόζονται από τους μετανάστες για να υπονομεύσουν τη λογική του ελέγχου και της κυβερνητικής εξουσίας.

 

Επιπρόσθετα, οι μετανάστες συμμετείχαν στην παραγωγή αδιαφανών χώρων, στο περιθώριο της Ε.Ε., που διευκόλυναν τη διέλευσή τους από τα ευρωπαϊκά σύνορα. Στη βόρεια ακτή του Μαρόκο, κοντά στους ισπανικούς θύλακες της Ceuta και Melilla[12], μετανάστ(ρι)ες απ’ όλη την Αφρική ίδρυσαν ανεπίσημες κοινότητες στα δάση, όπου μπορούν να αποφύγουν  την καταστολή των -χρηματοδοτούμενων από τις ισπανικές αρχές- μαροκινών δυνάμεων ασφαλείας αλλά και να κάνουν τις κατάλληλες προετοιμασίες για να επιχειρήσουν τη διέλευση από τις πολλαπλές στρώσεις ενισχυμένων φραγμάτων  που υψώνονται μεταξύ των δύο περιοχών (74). Αυτοί οι χώροι καθιστούν, επίσης, δυνατή για τους μετανάστες την ανταλλαγή πληροφοριών και τακτικών διαφυγής από τους διαρκώς μεταβαλλόμενους ελέγχους της Ε.Ε., λειτουργώντας ως τόποι ανθεκτικής παραγωγής και κυκλοφορίας γνώσης, όπου η συλλογικά παραγόμενη και διατηρημένη μνήμη της κίνησης μπορεί να διατηρείται παρά τη διαρκή εναλλαγή των κοινοτήτων των μεταναστ(ρι)ών μέσα κι έξω από την περιοχή (75). Αυτή η χωρική εναλλακτική στις ζώνες ελέγχου που στήνονται από τη Frontex. επιτρέπει στις πρακτικές των ατόμων  να προστεθούν και να συμβάλλουν, όχι μόνο στις συγκεκριμένες δράσεις της μετανάστευσης, αλλά και στο ευρύτερο ιστορικό κίνημα των μεταναστ(ρι)ών που στρέφεται ενάντια στην άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας. Είναι μια μορφή επικοινωνία που δεν αιχμαλωτίζεται από ούτε ανάγεται στις επικοινωνιακές δομές του ελέγχου.

 

Ακόμα μια προσέγγιση περιλαμβάνει την οργάνωση ενάντια στις υλικές υποδομές τις κυβερνητικής. Ως απάντηση στο σχέδιο της Google να χτίσει ένα νέο campus στην περιοχή Kreuzberg του Βερολίνου, μια γειτονιά με πλούσια αντιφασιστική και αντικαπιταλιστική ιστορία, ένα δίκτυο ανθρώπων που -όχι και τόσο διακριτικά- ονομάστηκε “Fuck off Google” οργανώθηκε ενάντια στο πλάνο αυτό και ξεκίνησε μια σειρά από δράσεις αντιτιθέμενες στην κατασκευή του: δυναμικές πορείες, συνελεύσεις γειτονιάς, και άλλες δράσεις (76). Καταδεικνύοντας τη συμμετοχή της Google στη μαζική παρακολούθηση και τη συνεργασία της με αυταρχικά κράτη, ανάμεσα σε άλλες ενστάσεις, το δίκτυο “Fuck off Google” υποστηρίζει την αποκέντρωση της επικοινωνίας ως μέσο αντιμετώπισης της κυβερνητικής οργάνωσης της εξουσίας. Λίγο μετά την κατάληψη του εργοταξίου της από ακτιβιστ(ρι)ες, η Google παραιτήθηκε επίσημα από το σχέδιο να χτίσει στη γειτονιά (76). Παρ’ ότι συμβολική νίκη, δεδομένης της πλανητικής κλίμακας των υποδομών δεδομένων της Google, αυτή η αντίθεση στις υποδομές των κοινωνιών του ελέγχου πρέπει να μελετηθεί ως μοντέλο για μελλοντικές προσεγγίσεις.

 

Πολύ πρόσφατα, μια νέα εξέγερση μεταναστών έχει αρχίσει να αναδύεται, ως παρακλάδι και εξέλιξη του κινήματος των Κίτρινων Γιλέκων, που εκτυλίσσεται, όσο γράφονται αυτές οι γραμμές, εδώ και μήνες με αποκλεισμούς οδικών δικτύων, πορείες διαμαρτυρίας και ταραχές σε ολόκληρη τη Γαλλία (78). Υπό την ονομασία “Μαύρα Γιλέκα”, ένα δίκτυό εκατοντάδων ατόμων οργανωμένων μέσα από δεκάδες κέντρα μεταναστών στη Γαλλία διεξήγαγαν σειρές δράσεων σημαδεύοντας τις αρχιτεκτονικές και τις υποδομές του συστήματος επιτήρησης, κράτησης και απέλασής τους. Το Μάιο του 2019, κατέλαβαν έναν από τους τερματικούς σταθμούς του αεροδρομίου Charles de Gaulle στην άκρη του Παρισιού, ενάντια στη συνεργασία της Air France με το γαλλικό κράτος για την απέλαση μεταναστών. Σε μία δήλωσή τους κατά τη διάρκεια της κατάληψης, τα "Μαύρα Γιλέκα" ισχυρίστηκαν πως: “Είμαστε η ελευθερία της μετακίνησης”, συνεχίζοντας ισχυριζόμενοι πως το αεροδρόμιο που είχαν καταλάβει ήταν “πάνω απ’ όλα, ένα σύνορο. Ένα σύνορο χωρίς τείχη ή συρματόπλεγμα. Ωστόσο, στιγματίζει κάποια σώματα [...]. Αυτοί για τους οποίους η μετανάστευση προκύπτει ως εύκολη επιλογή είναι μια μειοψηφία με καταγωγή από τον αστικό ή/και τους λευκούς κόσμους. Τον κόσμο που αποικίζει και διεξάγει πολέμους. Η είσοδος στο φρούριό του είναι το αεροδρόμιο. Φυλάσσεται καλά από στρατό, αστυνομία και κάμερες [...]. Τούτο το μέρος ενσαρκώνει το ρατσισμό σε πλανητική κλίμακα” (79). Η κατάληψη διήρκεσε μόνο για λίγες ώρες προτού τα “Μαύρα Γιλέκα” φύγουν οικειοθελώς, ωστόσο αυτή η δράση πρέπει να ερμηνευθεί ως μια πειραματική διατάραξη των πλανητικών logistics της εκδίωξης των μεταναστ(ρι)ών. Το αεροδρόμιο, εν τέλει, δεν είναι μόνο ένα σύμπλεγμα πολλών διαφορετικών εκφράσεων και δραστηριοτήτων της εξουσίας, αλλά και ένα από τα κομβικά εργαστήρια για την ανάπτυξη του κυβερνητικού ελέγχου. Η κατάληψη ενός τερματικού σταθμού του είναι πρότυπο συλλογικής εξάσκησης εξέγερσης, ικανής να διαταράξει τα logistics της κυβερνητικής εξουσίας.  Ακριβώς όπως οι βιομηχανικοί εργάτες θεωρήθηκαν δυνητικά ικανοί να ακυρώσουν το βιομηχανικό καπιταλιστικό σύστημα που τους παρήγαγε ως προλετάριους, έτσι και οι μετανάστ(ρι)ες πρέπει να θεωρηθούν δυνητικά ικανοί/ες να αναιρέσουν την κυβερνητική εξουσία, που τους/τις καθιστά παράνομους/ες, και ως εκ τούτου αναλώσιμα / φυλακίσιμα / απελάσιμα υποκείμενα. Πώς θα μπορούσαν να μοιάζουν οι συλλογικές εξεγέρσεις ενάντια στις υπόλοιπες αρχιτεκτονικές και υποδομές της κυβερνητικής;

 

Το παρόν ορίζεται από την επιταχυνόμενη εφαρμογή και εντατικοποίηση της κυβερνητικής, στο πλαίσιο των οποίων ο έλεγχος και η κρίση εκφράζονται συζευκτικά ως μια επεκτεινόμενη μορφή εξουσίας. Καθώς τα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας καταρρέουν υπό το βάρος της λιτότητας, πειραματικά προγράμματα κυβερνητικής χρηματοδοτούνται κατά συρροή από κράτη και επενδυτικούς κολοσσούς. Ακόμη και η πιο δυστοπική επιστημονική φαντασία δυσκολεύεται πλέον να ακολουθήσει τις τελευταίες εξελίξεις στις καινοτομίες και τα τεχνικά επιτεύγματα των κοινωνιών του ελέγχου. Αλλά η εξουσία δεν είναι αδιαπέραστη ούτε ανίκητη και πάντα προσπαθεί να συγκρατήσει εντός της τις δυνάμεις που προσανατολίζονται στην τελική κατάργησή της. Όσο ο έλεγχος  παραμορφώνεται συνεχώς τόσο ώστε να μην σπάσει, παραμένοντας ατελείωτα εύκαμπτος και προσαρμοστικός απέναντι σε κάθε αντίσταση που αναδύεται, το να τελειώνουμε με αυτόν συνεπάγεται κάτι περισσότερο από το να του προκαλούμε φθορά. Σημαίνει να τον διαλύσουμε, μια και καλή. Δομημένα ως ολότητες, ο έλεγχος και η κρίση, σε τελική ανάλυση, δεν δίνουν άλλη διέξοδο από την πλήρη εμμενή άρνησή τους, η εξέλιξη της οποίας έχει ήδη ξεκινήσει, ανεπαίσθητα μεν, με αποτελέσματα όμως που δεν μπορούμε να φανταστούμε. Υπό αυτή την έννοια, το νόημα όλης της παραπάνω ανάλυσης και κριτικής δεν είναι αυτό των προτάσεων για μεταρρύθμιση της κοινωνίας μας, αλλά αυτό της διαρκώς ανανεούμενης δυνατότητας της καταστροφής της. Το παρόν -είναι αδιαμφισβήτητο αυτό- δεν απαιτεί τίποτα λιγότερο.

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ 

 

1 Το κείμενο αυτό δε θα ήταν δυνατό να γραφεί απουσία των γενικών σχολιασμών και κριτικών τόσο της  Krista Lynes όσο και του  Tyler Morgenstern. Πιο συγκεκριμένα, οι στοχασμοί της Krista πάνω στη διαφορική/διαφοροποιητική δομή της κυβερνητικής εξουσίας και οι ιδέες του Tyler σχετικά με την ανάπτυξη της κυβερνητικής και της βιο-μετρίας τον 20ο αιώνα ήταν ιδιαιτέρως πολύτιμοι. Τη σκέψη μου πάνω σε αυτά τα θέματα  τη χρωστάω σε αυτούς.


2 Haraway, “A Cyborg Manifesto.”
(Σ.τ.Μ.: σε όλες τις αναφορές σε αποσπάσματα της Haraway, που αναφέρονται στο κείμενο, ακολουθήσαμε τη μετάφραση του Γ. Πεδιώτη, από το βιβλίο της Το Μανιφέστο των Cyborg, στις εκδόσεις Τοποβόρος (2014). Όπου ο συγγραφέας παραπέμπει σε σελίδες του έργου της, σε παρένθεση θα βρείτε την αντίστοιχη σελίδα του βιβλίου)


3 Deleuze, “Postscript on the Societies of Control.”

 

4 Tiqqun, “The Cybernetic Hypothesis.”


5 Tiqqun, “The Cybernetic Hypothesis.”


6 Tiqqun, “The Cybernetic Hypothesis.”


7 Tiqqun, “The Cybernetic Hypothesis.”


8 Tiqqun, “The Cybernetic Hypothesis.”


9  Για περισσότερα πάνω στη “διακυβέρνηση”(piloting) όπως συσχετίζεται με την κυβερνολογική και την ασφάλεια, βλέπε το  “For a Theory of Destituent Power;”, για περισσότερρα για το piloting ως μορφή διαχείρισης της διακυβέρνησης και ως συλλογιστικό στοιχείο κλειδί στην ανάπτυξη της κυβερνητικής, δες το  The Ontology of the Enemy.” του  Peter Galison

 

10 Οι μετα-σταθερές που αναδύονται μεταξύ των υπολογισμένων, ιδεατών καταστάσεων των κυβερνητικών συστημάτων και του ακατάστατου, αντιφατικού και θορυβώδους υλικού κόσμου είναι η τεχνική εκδήλωση της φαντασίωσης της κυβερνητικής. Σε τελική ανάλυση, προκειμένου να ελεγχθεί η ζωή πρέπει να ξεφεύγει από τον έλεγχο μέχρι ενός βαθμού, και με αυτόν τον τρόπο ο κυβερνητικός έλεγχος να επενδύεται πάντα με τη φαντασίωση μιας ελεγχόμενης ζωής που πάντα υπερβαίνει τον έλεγχο λόγω της τεχνικής δομής του ελέγχου και της οντολογικής δομής της ζωής καθ' αυτής.


11 Haraway, “A Cyborg Manifesto,”164.


12   Για περισσότερα πάνω στη μορφή των ψηφιακών μέσων βλέπε το Control του Seb Franklin, για περισσότερα πάνω στη σχετική φιλοσοφική σκέψη βλέπε τα  Laruelle,  Protocol του Alexander Galloway


13 Haraway, “A Cyborg Manifesto,”163. 


14 Haraway, “A Cyborg Manifesto,”164.

 

15  Οι φυλακές δε χρειάζονται πλέον κελιά, αλλά μπορούν να κατασκευαστούν ώστε να εμφανίζονται και να εξαφανίζονται αλγοριθιμικά με τη χρήση βραχολακίων γεωεντοπισμού. Τα νοσοκομεία δε χρειάζονται πλέον θαλάμους όσο δικτυωμένες συσκευές μπορούν να μεταδώσουν τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα σε κέντρα δεδομένων και ψηφιακά patches μπορούν να ενεργοποιηθούν από απόσταση για την εγχυση ινσουλίνης. Τα πανεπιστήμα έγιναν διεθνώς προσβάσιμα ονλάιν μαθήματα. Το γραφείο του ψυχιάτρου είναι κατακερματισμένο σε ένα εκατομμύριο chat αυτοβοήθειας. Όλες αυτές οι δομές υπάρχουν πάντα ως δυνητικότητες ενός δικτύου που ανοιγοκλείνει δυναμικά σε σχέση με τα σήματα που στέλνουν τα κυβερνητικά υποκείμενα.

 

16 Deleuze, “Postscript on the Societies of Control,” 4


17 Παρότι ο έλεγχος της μετανάστευσης υποτίθεται ότι καταργήθηκε εντός της περιοχής Σέγκεν, η εσωτερική νόμιμη και παράνομη κινητικότητα παραμένει υπερβολικά αστυνομούμενη.


18
 Μια πλήρης συλλογή των Risk Analysis Reports της Frontex μπορεί να βρεθεί εδώ: https://frontex.europa.eu / publications / ?c=risk-analysis

 

19 European Commission, “Eurosur.”


20 Θα ήταν σίγουρα δυνατό (και παραγωγικό) να σκιαγραφήσουμε διεξοδικά μια άμεση ιστορική γραμμή  μεταξύ ενός κοπερνίκειου “Διαφωτισμού” και του οπλισμένου φωτισμού των κατασκοπευτικών δορυφόρων και αισθητήρων αλλά δυστυχώς δεν έχω αρκετές σελίδες γι αυτό εδώ.


21 Frontex, “Information Management.”


22 Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτές οι μορφές αλγοριθμικής ανάλυσης είναι επιρρεπείς στο λάθος σε μεγάλο βαθμό, με ένα ευρύ φάσμα βαθμών ακρίβειας. Πιο συγκεκριμένα, τα συστήματα αναγνώρισης προσώπου δημιουργήθηκαν έτσι ώστε να αναγνωρίζουν πρόσωπα λευκών αρσενικών υποκειμένων, κάνοντας πιο δύσκολη την αναγνώριση προσώπων με πιο σκούρο τόνο δέρματος ή με γεωμετρίες προσώπου που ξεφεύγουν από τα κανονικοποιητικά αρρενωπά χαρακτηριστικά. Όπως και να 'χει, η ακρίβεια τέτοιων συστημάτων έχει μικρότερη σημασία σε σχέση με την αυξανόμενη επιστράτευσή τους στο πλαίσιο συστημάτων ασφαλείας καθώς και στο πλαίσιο της ενσωμάτωσής τους στις τεχνικές επιχειρήσεις της εξουσίας γενικότερα.


23 Σε τελική ανάλυση, τι άλλο είναι τα social media εκτός από την αέναη αυτο-έκφραση που προσανατολίζεται στα κοινά, που παράγονται αλγοριθμικά; Όπως αναφέρει ο Ντελέζ “Μερικές φορές μιλάμε λες και οι άνθρωποι δε μπορούν να εκφταστούν [...] το πρόβλημα δεν είναι να κάνεις τους ανθρώπους να εκφραστούν αλλά το να παρέχεις μικρά χάσματα απομόνωσης και σιωπής μέσα στα οποία μπορεί τελικά να βρουν κάτι να πουν. Οι δυνάμεις της καταστολής και της καταπίεσης δεν αναγκάζουν τους ανθρώπους να σταματήσουν να εκφράζονται αλλά να εκφραστούν: Τι ανακούφιση είναι να μην έχετις τίποτα να πεις, να έχεις το δικαίωμα να μην πεις τίποτα, γιατί μόνο έτσι υπάρχει η πιθανότητα πλαισίωσης αυτού του σπάνιο, και συνέχεια σπανιότερου, πράγματος που αξίζει να ειπωθεί” Deleuze, Negotiations,129


24 Για μια κριτική προσέγγιση της βιομετρικής αποθήκευσης και ανάλυσης, βλέπε τη δουλειά του καλλιτέχνη  Adam Harvey (www. ahprojects.com/.)


25 Για περισσότερα στη φιγούρα του single/ασύζευκτου άνδρα μετανάστη βλέπε την έκθεση “Unsanctioned Agency” της Veronika Zabotsky


26 Η κυβερνητική καθυπόταξη των πληθυσμών ενσαρκώθηκε στην πιο αναπτυγμένη και ολοκληρωμένη μορφή της στη σύγχρονη Κίνα, στην οποία η μουσουλμανική μειονότητα Uyghur έχει υποβληθεί στις μαζικές αυτοματοποιημένες, κατασκοπευτικές πρακτικές του κράτους. Τεράστια δίκτυα καμερών εγκατεστημένων σε κάθε είδος δημόσιου και ιδιωτικού χώρου (σε σπίτια, καφέ, στους δρόμους) σε συνδυασμό με την επιτήρηση των ιντερνετικών επικοινωνιών, έκαναν δυνατή τη μεταφορά περισσότερων από ένα εκατομμύριο Uyghur σε στρατόπεδα συγκέντρωσης για υποχρεωτική επαν-εκπαίδευση.  Βλέπε περισσότερα στο  Mozur, “One Month, 500,000 Face Scans.”


27 Βλέπε την εργασία των  Mega Pixels στο

www.megapixels.cc/datasets/brainwash / and www.megapixels.cc/datasets/msceleb/


28 Haraway, “A Cyborg Manifesto,”163 (41).


29 Μια πιθανή κατεύθυνση για μελλοντική θεωρητικοποίηση θα ήταν η ανάλυση των πιθανών συνεπειών του κβαντο-υπολογισμού ( quantum computing ) στον κυβερνητικό έλεγχο, που μπορεί να λειτουργήσει όχι μόνο χρησιμοποιώντας το μηδέν (0) και το ένα (1) αλλά και κβαντικά δημιουργημένο μηδέν-ένα (0-1).


30 Η πλειοψηφία των αμερικάνικων χτυπημάτων από drones στο Αφγανιστάν και το Πακιστάν είναι είναι τα γνωστά ως “προσωπικά χτυπήματα” στα οποία όμως οι ιδιότητες των βομβαρδιζόμενων είναι άγνωστες. Βλέπε
Entous, Gorman, and Barnes, “U.S. Tightens Drone Rules.”


31 Για περισσότερα σχετικά με τις επιχειρησιακές εικόνες βλέπε τη σειρά βίντεο-εκθέσεων του Harun Farocki, Eye / Machine I, II, and III. 


32 Tiqqun, “The Cybernetic Hypothesis.” 


33 Tiqqun, “The Cybernetic Hypothesis.” 

 

34 “Frontex, “Risk Analysisfor 2016: Annual Report.”


35  Για περισσότερα σχετικά με τις αντίστοιχες φαντασιώσεις του φιλελευθερισμού και της κυβερνητικής δες το  How We Became Posthuman της Hayles, ειδικά τα κεφάλαια για τον ειδικό της κυβερνητικής  Norbert Wiener για τον οποίο σημειώνει ότι “ενδιαφερόταν λιγότερο να βλέπει τους ανθρώπους ως μηχανές σε σχέση με το να κατασκευάζει τον άνθρωπο και τη μηχανή με παρόποιο τρόπο με τη φαντασίωση ενός αυτόνομου, αυτο-καθοδηγούμενο μοναδικού υποκειμένου”.


36  Ο Ντελέζ τόνισε μέσω του έργου του ότι η θεωρητικοποίηση του ελέγχου θα ήταν αδύνατη χωρίς τη θεωρητικοποίηση της πειθαρχίας από το Φουκώ. Στο έργο του, “Φουκώ”, ο Ντελέζ σημειώνει ότι για τον Φουκώ “(η) φυλακή,  ως μια τμηματοποίηση (σε κελιά), αναφέρεται σε μια ελαστική και κινητή λειτουργία, μια ελεγχόμενη κυκλοφορία, ένα ολόκληρο δίκτυο που επίσης διασχίζει και τις ελεύθερες περιοχές και μπορεί να μάθει να ξεφορτωθεί τη φυλακή”, το οποίο φυσικά ήδη προτείνει τη λογική του ελέγχου. Αν αυτό έχει καμία σημασία, ο Φουκώ επίσης θεωρούσε ότι ο 21ος αιώνας θα ήταν “ντελεζιανός” ακριβώς λόγω της ανάδυσης του ελέγχου.

 

37  Αξίζει να σημειωθεί ότι τα  balaclavas και τα κράνη μοτοσυκλέτας που συχνά φοριούνται από αναρχικούς/ες και κομμουνιστ(ρι)ές σε μαχητικές πορείες για την αποφυγή ταυτοποίησης από την αστυνομία, απαγορεύονται σε πολλές από αυτές τις χώρες.


38 Βλ. το σχολιασμό του Agamben πάνω στο έργο των Tiqqun: “Το (Σ.τ.μ.: περιοδικό) Tiqqun προσπαθεί να συνενώσει τα δύο πλάνα, τις δύο αναλύσεις που κρατήθηκαν χωριστά στο έργο του Φουκώ (τους μηχανισμούς και τις τεχνικές της διακυβέρνησης από τη μια και το υποκείμενο από την άλλη), ώστε να ταυτιστούν πλήρως […] Έτσι, η αναζήτηση νέων πολιτικών υποκειμένων που έχουν τη δυνατότητα να παραλύσουν (σ.τ.μ.: τις σχέσεις εξουσίας), κάτι που ακόμα παραλύει την παράδοση της αριστεράς, καθίσταται αδιανόητη. Η θεωρία του υποκειμένου και η θεωρία των μηχανισμών είναι μία” (παρατίθεται στο site Anarchist without Content, “Tiqqun Apocrypha Repost:

https://anarchistwithoutcontent.wordpress.com/2010/04/18/tiqqun-apocrypha-repost/)


39 Ο μόνος λόγος για τον οποίον γνωρίζουμε τόσο πολλά για την Ισπανική Ιερά Εξέταση, τελικά, είναι εξαιτίας των πολύπλοκων αρχείων που παρήγαγε για τις δραστηριότητές της.


40 Τα αποικιακά εδάφη εξακολουθούν να είναι εργαστήρια για την κρατική εξουσία. Στη σύχρονη Παλαιστίνη για παράδειγμα, πειραματικές τεχνολογίες επιστρατεύονται από το Ισραήλ πριν να “συσκευασθούν”, να “προωθηθούν” και να πωληθούν σε μια σειρά από κράτη. Βλέπε  The Right to Maim (Puar) και  Colonial Experimentsin Gaza (Esmeir) για τη θεωρητική εξερεύνηση αυτής της πρακτικής.


41 Για άλλες σχετικές ιστορίες βιομετρίας και επιτήρησης, βλέπε  Dark Matters (Simone Browne) και Seeing Like a State (James C. Scott)


42 Sekula, “The Body and the Archive,” 34


43 Βλέπε IBM and the Holocaust (Edwin Black) για μια κατανοητή ματιά σε αυτή την ιστορία


44 Σε μια στενάχωρη και (θεωρώ αναγκαία) σημείωση, είναι σημαντικό να καταστήσουμε σαφές ότι οι μορφές του υπολογισμού (computation) και της συλλογικής δεδομένων που δοκιμάστηκαν από το ναζιστικό καθεστώς ήταν εξαιρετικά πιο πενιχρές και απλούστερες σε σχέση με τη σταθερή συλλογή δεδομένων και τις πρακτικές ανάλυσης που χρησιμοποιούνται σήμερα. Αν ένα σύχρονο κράτος εξοπλισμένο με υπολιστική και κυβερνητική εξουσία αποφασίσει να  αναλάβει ένα παρόμοιο εγχείρημα εξολόθρευσης και γενοκτονίας, θα το έκανε με ασύγκριτα αποτελεσματικό,  επεκτατικό και τρομακτικό τρόπο.


45 Για περισσότερα σχετικά με την προληπτική λογική στο κέντρο της σύγχρονης ευρωπαϊκής πολιτικής συνόρων και μετανάστευσης, βλέπε  The Calais Crisis (Farah Atoui)


46 Αυτό μπορεί να διαβαστεί σε σχέση με την ιστορική αλλαγή που συνέβη από τη λογική του πολέμου στη λογική της αντι-εξέγερσης και της αστυνόμευσης, που αντιστοιχεί στην αλλαγή από την κυριάρχηση στην ασφάλεια γενικότερα ως τη βασική  raison d’état (κρατική λογική).


47 Για περισσότερα σχετικά με τη σχέση μεταξύ “πληροφορίας” και “δεδομένων” βλέπε “Raw Data” Is an Oxymoron


48 Αξίζει να σημειωθεί ότι το ίντερνετ σχεδιάστηκε βάσει της υπόθεσης ότι μεγάλα κομμάτια του δικτύου αναπόφευκτα θα έπεφταν  ως συνέπεια πυρηνικού πολέμου, φυσικών καταστροφών, ή αλλων καταστροφών που θα διέκοπταν την επικοινωνία. Με άλλα λόγια, η αρχιτεκτονική, η υποδομή, και τα πρωτόκολλα του ίντερνετ έχουν σχεδιαστεί σε σχέση με τη μόνιμη απειλή μιας κρίσης και μιας κατάρρευσης του συστήματος. Ως συνέπεια, η υλική ενσάρκωση του κυβερνητικού ελέγχου συνέπεσε ιστορικά με την υλική δυνητικότητα της κρίσης. Βλέπε
Inventing the Internet (Janet Abbate) και  Protocol (Alexander Galloway).


49 Agamben, “For a Theory of Destituent Power”


50 Για τη θεωρητικοποίηση της απελευθερωτικής (σε αντίθεση με την καταπιεστικη) δυνατότητα της συμποίησης, βλέπε  Tentacular Thinking και Staying with the Trouble (Donna Haraway)


51 Χρησιμοποίησα τη λέξη “κρίση” χωρίς συγκεκριμένο προσδιορισμό γιατί ενδιαφέρομαι περισσότερο σχετικά με το πως λειτουργεί η κρίση παρά με το κρίση συνιστά. Παρότι σίγουρα υπάρχει η ανάγκη για κριτική της οντολογίας, της παραδικότητας και της συλλογιστικής δομής της κρίσης, εδώ θα επικεντρωθώ στο πως η κρίση δρα ως μια δύναμη εξουσίας.


52 Η συγκεκριμένη δήλωση της Frontex έχει μυστηριωδώς εξαφανιστεί από την ιστοσελίδα της, αλλά παρ’ όλα αυτά η σελίδα είναι ακόμη προσβασίμη:
http://web.archive.org/web/20180208110351/http://frontex.europa.eu/news/710-000-migrants-entered-eu-in-first-nine-months-of-2015-NuiBkk


53  Sigona, “Seeing double?”


54  Το “Frontex” δεν είναι το νόμιμο όνομα του οργανισμού αλλά χρησιμοποιείται ευρέως ως στενογραφία, που αναδύεται από την συνένωση των λέξεων French frontières extérieures.


55 European Union, “Proposals.”


56 “Η Frontex εγκαινιάζει το πρώτο θύλακα ανάλυσης κινδύνου στη Νιγηρία”/


57 Harney and Moten, The Undercommons. 


58 Mbembe, “Necropolitics.” 


59 “Smart lie-detection system.” 


60 Για περισσότερα σχετικά με την αναγνώριση συναισθήματος βλέπε “AINowReport 2018” 

 

61 Haraway, “A Cyborg Manifesto”, 172 (60).


62 Όπως γράφει ο ανθρωπολόγος  Jules Henry το 1955 σε μια κριτική της θεωρίας της φυσιολογικής ομοιόστασης του  Walter B. Cannon, η οποία θα γινόταν η μεγαλύτερη συλλογιστική και εννοιολογική στήριξη για τις μέλλουσες κυβερνητικές θεωρίας της ανατροφοδότησης και του ελέγχου, “Η θεωρία μπορεί επίσης να λειτουργήσει ως ένας συμπορευτής του ιμπεριαλισμού-δηλαδή, αν θες να αντέξεις στην αυτοκρατορία σου, κράτησέ την εκτός ισορροπίας με τέτοιο τρόπο ώστε μόνο η μητρόπολη να μπορεί να τη διατηρήσει σε μια σταθερή κατάσταση. Όταν τα απόμακρα κτήματα μπορούν να αυτο-ρυθμιστούν, θα θέλουν την ελευθερία τους την οποία η αυτο-ρύθμιση μπορεί πλέον να τους προσφέρει”


63 Haraway, “A Cyborg Manifesto”, 172 (71). 


64 Haraway, “A Cyborg Manifesto”, 151 (10). 


65 Tiqqun, “The CyberneticHypothesis.” 


66 Tiqqun, “The CyberneticHypothesis.” 


67 Tiqqun, “The CyberneticHypothesis.” 


68 Human Rights Watch, “The EU General Data Protection Regulation.” 


69 Wiewiórowski, “Opinion on a notification”. 1–2. 


70  Παρότι το “Pancomputation” (πανυπολογισμός) είναι γλωσσικά αντιφατικό, αναμειγνύοντας το ελληνικό πρόθεμα “παν” και το λατινικό “computare”, διάλεξα επίτηδες αυτή την υβριδοποίηση με σκοπό να μεγιστοποίησω τόσο τους εννοιολογισμούς δεσμούς με τον πανοπτικισμό (“ panopticism”) όσο και την ευκολία της ανάγνωσης από αγγλόφωνο κοινό, καθώς η αρχαιοελληνική λέξη για το  “compute” (λόγος) έχει ευρύτερο νόημα.


71 Deleuze and Negri, “Gilles Deleuze in conversation with Antonio Negri.” 


72 Europol, “Experts meet to tackle document fraud.” 


73 European Migration Network, “Ad-Hoc Query on Impact of false / forged documents.” 

 

74 Για περισσότερα, βλέπε Alami, “Morocco Unleashes aHarsh Crackdown.”


75 Για μια καλλιτεχνική εξερεύνηση αυτών των κοινοτήτων βλέπε τη δουλειά του Abdessamad El Montassi  και το συνοδό κείμενο The Adouaba Project που συνέγραψε με την Krista Lynes


76 Βλέπε 
www.fuckoffgoogle.de/ Αξίζει επίσης μια ματιά το κεφάλαιο “Fuck off,Google” του βιβλίου To Our Friends της Αόρατης Επιτροπής


77
Βλέπε: www.mastodon.social/@FuckOfGoogle/100684556388297387andwiki.fuckof fgoogle.de/index. php?title=MobilizeActions


78 Η πολιτική φυσιογνωμία των Κίτρινων Γιλέκων είναι ετερογενής και αντιφατική, συμπεριαμβάνοντας ακροδεξιούς εθνικιστές διαδηλωτές και αντιφασίστες, αναρχικούς, κομμουνιστές, φιλελεύθερους, διαδηλωτές για τα περιβαλλοντικά ζητήματα και άλλους. Για μια ενδιαφέερουσα ανάλυση της εξέγερσης βλέπε  “A Vest That Fits All.”  (Zoubir)

 

79 Βλέπε La Chapelle Debout, Twitter post, May 19, 2019, 5:09 a.m

 



[1] Σ.τ.μ.: *govermentality/κυβερνολογική ή λογική της διακυβέρνησης: Νεολογισμός που καθιερώθηκε από το Michel Foucault στις διαλέξεις του το 1977-1978 στο Collège de France (“Ασφάλεια, επικράτεια, πληθυσμός”). Παράγεται από τις λέξεις government + rationality. Το rationality αναφέρεται στην επιστήμη ή την τέχνη της διακυβέρνησης, δηλαδή στον ορισμό, την ταξινόμηση και την χαρτογράφηση του κυβερνώμενου πληθυσμού σε ένα πλαίσιο διαρκώς μετρήσιμων και υπολογιζόμενων μεταβλητών με σκοπό την συστηματική καθοδήγηση του κυβερνείν. Η εξουσία που εκφράζει το govermentality δεν ασκείται από έναν και μόνο κεντρικό φορέα (top-down) αλλά από ένα αποκεντρωμένο, διάχυτο πλέγμα κοινωνικών φορέων, θεσμών, ομάδων οπού ρυθμίζονται οι διαδικασίες μέσα από τις οποίες παράγεται η υποκειμενικότητα (παραγωγική ή θετική πτυχή της εξουσίας), στη γνωσιακή και αισθηματική της διάσταση, με σκοπό να ελεγχθεί και ρυθμιστεί το δυνατό (possible) πεδίο δράσεών και σκέψεων μέσα στο οποίο κινείται. Ο έλεγχος ασκείται σε πιο βαθύ, τοπικό επίπεδο, τροφοδοτούμενος από το ίδιο το υποκείμενο που θεωρεί τον εαυτό του ελεύθερο. Ο όρος κυβερνολογική αναδεικνύει περισσότερο τις επιστημονικές/τεχνολογικές προϋποθέσεις της επιστήμης της διακυβέρνησης, αντανακλώντας τον όρο “κυβερνητική”. Η τελευταία έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρονιά στην Θεωρία Πολυπλοκότητας (Complexity science), με εφαρμογές τόσο στις φυσικές όσο και στις κοινωνικές επιστήμες. Κεντρική έννοια στην θεωρία της πολυπλοκότητας είναι η μελέτη και η ρύθμιση αυτοοργανωμένων συστημάτων, τα οποία συχνά ορίζονται ως «συστήματα των οποίων τα συστατικά στοιχεία και υποσυστήματα είναι σε κάποιο βαθμό ανεξάρτητα και μερικώς αυτόνομα στην συμπεριφορά τους, καθώς αλληλεπιδρούν μεταξύ τους τόσο με άμεσους όσο και έμμεσους τρόπους» και παρουσιάζουν μεγαλύτερη ελαστικότητα και προσαρμοστικότητα (Heylighen et al., 2006). Ο σύγχρονος κόσμος του κεφαλαίου μπορεί να παρομοιαστεί με ένα πολύπλοκο, αυτοοργανωμένο σύστημα με πόλους ισχύος αλλά αποκεντρωμένη· το πέρασμα από τις πειθαρχικές στις κοινωνίες ελέγχου, του Deleuze. Βλέπουμε τον έλεγχο μέσα από internet και άλλα τεχνικά μέσα της 4ης (μετα)βιομηχανικής επανάστασης. Τεράστιες βάσεις δεδομένων χτίζονται και διαμορφώνονται από την ατομική, «ανεξάρτητη» πλοήγηση του χρήστη. Η εξουσία αναπτύσσεται και ανατροφοδοτείται μέσω τον έλεγχο και το φιλτράρισμα bottom-up σκέψεων, ιδεών, δημιουργιών. Δεν προβάλλεται στο υποκείμενο μια συγκεκριμένη μορφή, κινησιολογία, φυσιογνωμία . Αντιθέτως, επιχειρείται η διαμόρφωση και ο έλεγχος του πεδίου και του ορίζοντα εντός των οποίων τα υποκείμενα θα αυτοαναπτυχθούν. https://www.frontiersin.org/articles/10.3389/frsc.2020.00006/full#B39

Έτσι, μεταφράζουμε τον όρο govermentality ως κυβερνολογική ή λογική της διακυβέρνησης. Σε κάποια σημεία τον παραθέτουμε ως διακυβερνησιμότητα.

[2] Σ.τ.μ.:  *apparatus/μηχανισμός: Χαρακτηριστικό για την έννοια του apparatus (μηχανισμού) είναι το βιβλίο What is an apparatus?  του Giorgo Agamben στο οποίο ισχυρίζεται ότι ο αποτελεί τεχνικό όρο προερχόμενο από το Foucault, μετά τα μέσα της δεκαετίας του '70 οπότε και ξεκινά να στοχάζεται πάνω στην λογική της ανθρώπινης διακυβέρνησης (governmentality). Είναι όρος που αντανακλά ένα σύνολο που περιλαμβάνει δυνητικά τα πάντα - γλωσσικά και μη στοιχεία: λόγους, θεσμούς, κτίρια, νόμους, αστυνομικά μέτρα, φιλοσοφικές υποθέσεις κ.α. Το apparatus καθ' αυτό είναι ένα δίκτυο καθιερωμένο ανάμεσα σε αυτά τα στοιχεία. Έχει μια στέρεη στρατηγική λειτουργία και εμφανίζεται στην τομή των σχέσεων εξουσίας και των σχέσεων γνώσης. Ο στοχασμός του Foucault για το apparatus έχει σχέση με τον Hyppolite και το Reason and History: The Ideas of Positivity and Destiny.

[3] Σ.τ.μ.:  *destituting/ φθορά-αποκαθήλωση (ενν. της εξουσίας): “Στα λατινικά, destituere [αποθεσμοποιώ] σημαίνει τοποθετώ όρθιο αλλού, ορθώνω μόνο του / εγκαταλείπω / βάζω ξεχωριστά, αφήνω / καταργώ, απογοητεύω, απατώ. Ενώ η λογική της θεσμοποίησης, θέλοντας να πάρει τον έλεγχο της εξουσίας, συνθλίβεται επάνω στους μηχανισμούς της, ένα αποθεσμοποιητικό κίνημα επικεντρώνεται στο να τους διαφύγει, να εξουδετερώσει την επιρροή που έχουν επάνω του και ταυτόχρονα μεγαλώνει την επιρροή που έχει στον κόσμο, τον οποίο έχει αρχίσει παράμερα να σχηματίζει. Η κίνησή της είναι η έξοδος, ενώ η κίνηση της θεσμοποίησης είναι η έφοδος. Για την αποθεσμοποιητική λογική, η πάλη ενάντια στο Κράτος και το κεφάλαιο έχει νόημα κυρίως για την έξοδο από την καπιταλιστική κανονικότητα, για την εγκατάλειψη των σιχαμερών σχέσεων με τον εαυτό μου, τους άλλους και τον κόσμο, με τις οποίες ο καπιταλισμός πειραματίζεται” και “Αποθεσμοποιώ δεν σημαίνει εξαπολύω επίθεση στον θεσμό, αλλά στην ανάγκη μου για αυτόν. Δεν σημαίνει του κάνω κριτική αλλά προσπαθώ να κάνω έξω από αυτόν εκείνο το οποίο ο ίδιος θα έπρεπε να θέτει σε εφαρμογή”.

[4] Σ.τ.μ.:  *αυτονομία της μετανάστευσης: Εδώ βλέπουμε τον Paul να κάνει αναφορά στις θεωρίες της “αυτονομίας της μετακίνησης” σχετικά με το προσφυγικό και την παρανομοποίηση της εργασίας που εισήγαγε ο Nicholas De Genova (κείμενό του που μεταφράστηκε στα ελληνικά: https://bit.ly/2PRkSgF ). Όπως λέει ο ίδιος: “Ακριβώς όπως και η υποκειμενική (δημιουργική και παραγωγική) δύναμη της εργασίας απαραιτήτως πάντα προηγείται της πραγμοποίησης της ως κεφάλαιο, η πρωτοκαθεδρία της αυτονομίας και της υποκειμενικότητας της ανθρώπινης ελευθερίας κινήσεων είναι μια απειθής και εκκωφαντική δύναμη που προηγείται και υπερβαίνει τις ικανότητες οποιασδήποτε συνοριακής αρχής για την αποτελεσματική συστηματική οργάνωση και έλεγχο. Μόλις οριοθετηθεί, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο που υπόκειται στη μία ή την άλλη τακτική συνοριακής οριοθέτησης. Κατά συνέπεια, η αυτονομία και η υποκειμενικότητα της ανθρώπινης κινητικότητας που εμφανίζονται ως κινήσεις που διαπερνούν τα σύνορα, γίνεται αντιληπτή ως “μετανάστευση”. Συνεπώς αυτή η αυτονομία της υποκειμενικότητας υποκινεί πάντα διάφορες μεθόδους αντίδρασης της διαδικασίας συνοριοποίησης που μετατρέπουν τις ιδιαίτερες μορφές ανθρώπινης κινητικότητας στους συνοριοποιημένους κοινωνικούς σχηματισμούς που ξέρουμε (μόνο αναδρομικά) ως «μετανάστευση»”.

[5] Σ.τ.μ.:  *καπιταλιστικό σχέδιο που έγινε πολιτικό σχέδιο:  εδώ η αναφορά είναι στην κατανόηση της οικονομίας ως μιας “πολιτικής της επιλογής στους κόλπους της ανθρωπότητας”, που αναφέρεται και σε άλλα κείμενα των Tiqqun [This is not a Program, Εισαγωγή στον Εμφύλιο Πόλεμο] καθώς και στην Εξέγερση που Έρχεται της Αόρατης Επιτροπής: «Και να που αποκαλύπτονται όλα εκείνα που εξαναγκαστήκαμε να λησμονήσουμε: ότι η οικονομία είναι μια πολιτική και ότι αυτή η πολιτική, σήμερα, είναι μια πολιτική επιλογής στους κόλπους μιας ανθρωπότητας, η οποία στο σύνολό της καθίσταται περιττή […] το κράτος ανέκαθεν θεωρούσε την οικονομία ως πολιτική. Όπως ακριβώς και η αστική τάξη, η οποία κέρδιζε από αυτήν, και το προλεταριάτο, το οποίο βρισκόταν απέναντί της».

[6] Σ.τ.μ.:  *διαφορικός/διαφοροποιημένος/διαφορετικός: “διαφορικός” είναι η επισήμανση μια θεμελιώδους λειτουργίας, διαφοροποιημένος είναι η ταυτοτική της έκφραση, σαν αποτέλεσμα κοινωνικών σχέσεων, ενώ διαφορετικός είναι μια τυπολογική διάκριση - όλα αυτά,και ειδικά το προνόμια της διάκρισης μεταξύ τους, που το κρατάει η εξουσία για τον εαυτό της, συνιστούν μια συνολική λειτουργία υποκειμενοποίησης και κυριαρχίας [βλ. Deleuze, Διαφορά και Επανάληψη]

[7] Σ.τ.μ.:  Η “Εκτελεστική Εντολή” (ή Δικαστική Εντολή) των άγριων διώξεων της Ιεράς Εξέτασης κατά τον 16ο αιώνα

[8] Σ.τ.μ.:  *από το συμβάν της κρατικής βίας στην επαναλαμβανόμενη μέθοδο της κρατικής βίας: μας θυμίζει τη σχέση που περιγράφει ο Μαρξ στο Γ' τόμο του κεφαλαίου μεταξύ πρωταρχικής συσσώρευσης και διαρκούς συσσώρευσης που είναι “συσσώρευση στη ν-οστή”, αλλά και την εννοιολόγηση του συμβάντος ως α-διάφορης τελικής/καταστατικής αρχής των διαδοχών μιας ιστορικής εξέλιξης (βλ. Badiou, Είναι και Συμβάν)

[9]Σ.τ.μ.:  *κρίση προς έλεγχο: μια κρίση που κατέστησε αναγκαίο τον έλεγχο

[10]Σ.τ.μ.:  *sympoietically (από κοινού και σε σχέση): Ο όρος Sympoiesis / συμποίηση είναι προς αντικατάσταση του όρου autopoiesis / αυτοποίηση που εισήγαγαν οι Varela, Maturana. Την αντικατάσταση εισήγαγε η Haraway διαφωνώντας με την υπόθεση ότι κάποιο σύστημα μπορεί να παράγει αμιγώς τον εαυτό του. Ωστόσο, ο όρος αναφέρεται στην ικανότητα ενός συστήματος να αναπαράγει και να διατηρεί τον εαυτό του, εντός ενός ευρύτερου συστήματος. Την έννοια της αυτοποίησης την υιοθέτησε και ο Guattari μετά την επαφή του με τους βιολόγους Varela και Maturana. Η Haraway, πάντως, χρησιμοποιεί τον όρο Sympoiesis ως μια απλή λέξη, που σημαίνει “δημιουργώντας μαζί”. Τίποτα δε δημιουργεί τον εαυτό του, τίποτα δεν είναι πραγματικά αυτοποιητικό ή αυτο-οργανωμένο... Η συμποίηση είναι μια λέξη για τα πολύπλοκα, δυναμικά, με γρήγορη απόκριση, χωροθετημένα, ιστορικά συστήματα. Μια λέξη για τη δημιουργία κόσμων μαζί, σε συνεργασία. Η συμποίηση περιέχει και παραγωγικά ξεδιπλώνει την αυτοποίηση. (Staying with the Trouble, Donna Haraway)

[11]Σ.τ.μ.:  Εδώ, ο συγγραφέας αναφέρεται στη λειτουργία των «μαύρων κουτιών», που είναι γνωστά για τη χρήση τους ως μέσων πληροφορίας σε αεροπορικά ατυχήματα, αλλά στην καθομιλουμένη υπονοούν τη μυστικοποίηση των μηχανισμών κατανόησης της πραγματικότητας, από την εξουσία που κατέχει το μονοπώλιο της χρήσης τους

[12]Σ.τ.μ.:  Η Θέουτα και η Μελίγια είναι αυτόνομες ισπανικές πόλεις-θύλακες στις μαροκινές ακτές, σε μια περίπλοκη (συνοριακά) περιοχή, η οποία περιλαμβάνει και την αγγλική αυτόνομη ζώνη του Γιβραλτάρ στις ισπανικές ακτές, που είναι το πιο κοντινό απευθείας πέρασμα μεταξύ Αφρικής και Ευρώπης. Ως εκ τούτου, τόσο οι δύο αυτές πόλεις όσο και το σύνολο αυτής της περιοχής έχουν υπάρξει ιστορικά, και εξακολουθούν να είναι, ένας από τους βασικούς κόμβους των μεταναστευτικών ροών στη μεσογειακή ζώνη και πεδίο δράσης των υπηρεσιών συνοριακής ασφάλειας και άμυνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


Σχόλια