200 χρόνια βαρβαρότητας και κοινωνικού πολέμου.

 

Την 25η Μαρτίου 2021, η Ελλάδα γιορτάζει 200 χρόνια ύπαρξης. Αυτό το γεγονός αναιρεί αυτόματα τον εθνικό μύθο για 2500 χρόνια ελληνισμού, ωστόσο, αντί να σταθούμε στο μικρό χρονικό παράθυρο ύπαρξης της Ελλάδας (και να το αντιπαραθέσουμε με άλλα ιστορικά κράτη, όπως ότι η Στερεά Ελλάδα ήταν Καταλονική για 250 χρόνια, ή ότι η Ιβιρική χερσόνησος [Ισπανία, Πορτογαλία] είχε άραβες για 400 χρόνια), θα προτιμήσουμε να σταθούμε στην δράση του κατά τη διάρκεια ύπαρξής του και τους πολέμους που διεξήγαγε διαχρονικά τόσο ενάντια στον εξωτερικό, όσο και ενάντια στους εσωτερικούς εχθρούς.

Η επιτροπή “Ελλάδα 2021”, με απευθείας ανάθεση στον όμιλο Γιάννας Αγγελοπούλου (ο ίδιος όμιλος που σχεδίασε το μεγάλο φαγοπότι και το ρεσιτάλ αυταρχισμού των ολυμπιακών αγώνων), με λογαριασμό μη δημοσιοποιημένο, αφορολόγητο και με διευρυμένες αρμοδιότητες, μας ενημερώνει ότι η γέννηση του σύγχρονου ελληνικού κράτους έγινε κάπου στα τέλη του 18ου αιώνα, με την ήττα των Ορλωφικών αλλά την νίκη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας επί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την υπογραφή της συνθήκης Κιουτσουκ – Καϊναρτζί. Αυτό έδωσε τη δυνατότητα στους χριστιανούς (κυρίαρχα Έλληνες) εφοπλιστές να χρησιμοποιούν ρωσικές σημαίες στα καράβια τους στο Αιγαίο και σε τμήματα της Μεσογείου, αφαιρώντας τους την υποχρέωση να πληρώνουν φόρους στον Σουλτάνο. Η άνθιση του εμπορίου στην περιοχή, η συσσώρευση πλούτου και η παράλληλη επικράτηση της Βρετανίας στην Μεσόγειο, έθεσε το ζήτημα στην αναδυόμενη αστική τάξη να συνεχίσει να δραστηριοποιείται με τις προϋπάρχουσες συμφωνίες ή να δημιουργήσει δικό της κράτος με δικές της συμμαχίες. Αυτό, λοιπόν, αποφάσισε να κάνει. Τα οφέλη από αυτή την κίνηση ήταν τεράστια, καθώς εκτός από αφέντες σε μία συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, δίνουν τη δυνατότητα να επιλέξει η ίδια τι είδους φορολογία θα πληρώνει. Επέλεξε την μηδενική και το κρατάει μέχρι και σήμερα.

Η ίδια επιτροπή προσπαθεί να ξαναγράψει την ιστορία. Ενώ είναι γνωστό ότι μύθοι όπως το κρυφό σχολειό και η κήρυξη της επανάστασης στην Αγία Λαύρα δεν έγιναν ποτέ, αλλά δημιουργήθηκαν για την ιδεολογική επικράτηση του ελληνοχριστιανικού έθνους ενάντια στους υπόλοιπους πληθυσμούς της επικράτειας, προτιμάει να βγάζει πορίσματα για να ενισχύει ή να γεννάει νέους ανιστόρητους εθνικούς μύθους. Αποκρύπτει, πρώτα και κύρια, την σημασία της Α’ εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου, που δημιουργεί το μόνο κράτος της περιόδου χωρίς μοναρχία και με δημοκρατικά χαρακτηριστικά. Αποσιωπά τον εμφύλιο των επαναστατών (1823-1825), για την δημιουργία αστικού κράτους στα πλαίσια της Γαλλικής επανάστασης ή φεουδαρχικής δομής με μη οθωμανούς αφέντες. Αντίθετα, τους βαφτίζει “ήρωες” όλους ανεξαιρέτως, για την δημιουργία μιας αφήγησης εθνικής ενότητας και ομοψυχίας. Παράλληλα, αδιαφορεί για ήττα της επανάστασης από τον Ιμπραήμ της Αιγύπτου, ενώ δεν ξεχνάει να δώσει τα ευχαριστήριά της σε Γάλλους, Ρώσους και Άγγλους για την ναυμαχία του Ναυαρίνου, καθώς αυτό ήταν το γεγονός που επέτρεψε στην ελληνική αστική τάξη να δημιουργήσει δικό της κράτος.

Το ξεπούλημα του κοινωνικού πυρήνα της επανάστασης είχε αρχίσει ήδη από την διάλυση του πρώτου συντάγματος, συνεχίστηκε με τον ερχομό του Καποδίστρια ως κυβερνήτη και ολοκληρώθηκε με την παραχώρηση του στέμματος τον Όθωνα, για τη σύμπλευση με τις αντιδραστικές συνθήκες του 1815 που επέβαλαν μοναρχίες στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Στην συνέχεια, εντάθηκε μια τεράστια εκστρατεία δημιουργίας ελληνικού έθνους. Οι διάφορες εθνότητες που ζούσαν ειρηνικά μέχρι μια προηγούμενη περίοδο (Ρωμιοί, Σλάβοι, Βλάχοι, Αρβανίτες, Βλάμηδες, Σαρακατσάνοι, Καραγκούνηδες κλπ) έπρεπε να υποταχθούν σε ένα κυρίαρχο αφήγημα ενιαίας εθνικής ταυτότητας και συνείδησης. Η απαγόρευση γλωσσών και διαλέκτων, εθίμων, θρησκευτικών πρακτικών με ταυτόχρονη δίωξη μουσουλμανικών πληθυσμών, υπήρξε το πρώτο εκρηκτικό κράμα ελληνικής ταυτότητας που ακολουθάει το ελληνικό κράτος μέχρι και σήμερα.

Η εθνική ταυτότητα που δημιουργήθηκε βίαια, ήταν απαραίτητη για την συνέχεια της κερδοφορίας διαφόρων “ηρώων” της επανάστασης του ‘21, όπως της οικογένειας Κουντουριώτη και του στρατηγού Μακρυγιάννη, που είχε όλη την Αθήνα ως ατομική του ιδιοκτησία. Η επιθετικότητα και η επεκτατικότητα του ελληνικού κράτους συνεχίστηκε εκείνη την περίοδο, με παραδείγματα όπως η ενσωμάτωση των νησιών του Ιονίου, ο ελληνοτουρκικός (στην πραγματικότητα ελληνοοθωμανικός) πόλεμος του 1897, η ενσωμάτωση της Κρήτης με διώξεις και γενοκτονίες του ντόπιου μουσουλμανικού πληθυσμού, με αποκορύφωμα τον Μακεδονικό αγώνα και τους Βαλκανικούς πολέμους. Η στρατιωτική και οικονομική ενίσχυση παραστρατιωτικών ομάδων “Μακεδονομάχων”, που είχαν σκοπό να ενσωματώσουν τους ντόπιους σλαβικούς πληθυσμούς στο ελληνικό έθνος (αντί της αντίστοιχης επιδίωξης του βουλγαρικού κράτους για το βουλγαρικό έθνος), ήταν η αρχή της σφαγής που ακολούθησε μετά την ενσωμάτωση του 51% της Μακεδονίας στο Ελληνικό κράτος. Όσοι πληθυσμοί δεν βρισκόντουσαν ή δεν είχαν ήδη υποταχθεί στην αιγίδα του ελληνικού έθνους, διώκονταν, δολοφονούνταν, ληστεύονταν, τους απαγορεύτηκε να μιλάνε τη γλώσσα τους. Αυτό μας δείχνει ότι η εθνική ενότητα, εκτός από επίκτητο χαρακτηριστικό του πληθυσμού, έχει ως κύριο χαρακτηριστικό την βία ενάντια στους λιμνάζοντες πληθυσμούς και στη διαφορετικότητα. Η ενσωμάτωση της Θράκης το 1920 και των Δωδεκανήσων το 1948, μέχρι την διευθέτηση της ΑΟΖ στο Ιόνιο και τις επεκτατικές διεκδικήσεις του ελληνικού κράτους σε Αιγαίο και ΝΑ Μεσόγειο, αποδεικνύει πως και αυτή η ιδιότητα του κράτους έχει συνέχεια, ο συνεχής επεκτατισμός και η βουλιμία για νέες περιοχές (και νέους πόρους αξιοποίησης), είναι ταυτοτικό κομμάτι ύπαρξης του ελληνικού κράτους.

 Ο σύγχρονος πόλεμος ενάντια στον εσωτερικό εχθρό δεν έχει τελειώσει. Παρόλο που το ελληνικό κράτος κατάφερε να δημιουργήσει με τη βία μια εθνική ομοιομορφία, πάντα θα υπάρχουν ανυπότακτοι πληθυσμοί ή μειονότητες που πρέπει να καταπνιγούν. Από τον κομμουνιστικό κίνδυνο και το ιδιώνυμο Βενιζέλου το 1929 (ιδεολογία που βάσει της συνέχειας του κράτους ισχύει μέχρι και σήμερα), τις μουσουλμανικές μειονότητες της Θράκης (Τούρκοι, Πομάκοι, Ρομά), την απαγόρευση επιστροφής του σλαβικού πληθυσμού το 1991, τις επιθετικές κινήσεις ενάντια στις θηλυκότητες και στο φεμινιστικό και ΛΟΑΤΚΙ κίνημα, την καταστρατήγηση εργασιακών δικαιωμάτων και την ουσιαστική κατάργηση της απεργίας, μέχρι τα κολαστήρια των στρατοπέδων συγκέντρωσης των μεταναστών και το ανθροποκυνηγητού και δολοφονιών στα σύνορα, το ελληνικό κράτος διεξάγει έναν συνεχόμενο πόλεμο ενάντια στον εσωτερικό εχθρό με μίσος και βιαιότητα. Παράλληλα, οι στρατηγικές συμμαχίες, κάποτε με τις μεγάλες δυνάμεις Αγγλίας – Γαλλίας, τώρα με το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, δείχνουν πως το ελληνικό κράτος δεν χάνει ευκαιρία να αποδείξει την οικονομική και στρατιωτική του υπεροχή στην περιοχή. Η πολεμική αντίληψη του κράτους ακόμα και στο κομμάτι της πανδημίας και την έξαρση της καταστολής, μας δείχνει ότι πρέπει εμείς από τη μεριά μας, ως κομμάτι ενός πολυεθνικού προλεταριάτου με πολλαπλές καταπιέσεις, να βάλουμε μπροστά τις ανάγκες μας, τις επιθυμίες μας, την άρνηση της κυρίαρχης εθνικής πολεμικής αφήγησης, να σηκώσουμε το γάντι σε αυτόν τον κοινωνικό και ταξικό πόλεμο που διεξάγεται εις βάρος μας, γιατί 200 χρόνια Ελλάδας είναι αρκετά.

Αντί επιλόγου, να επισημάνουμε ότι χαιρόμαστε που ακυρώθηκε η εθνικιστική φιέστα που ετοιμαζόταν για την 25η Μαρτίου, ακόμα και με αυτούς τους όρους. Η εθνικιστική υστερία, η κιτς αισθητική, τα δρώμενα α λα 7ετίας μας ανακατεύουν το στομάχι. Αντ’ αυτού, ήρθε ο καιρός να βγάλουμε τη φωνή μας στο προσκήνιο και στους δρόμους, να γκρεμίσουμε την εθνική αφήγηση και στα συντρίμμια της να φτιάξουμε νέες κοινότητες και μορφές ζωής.

 

Στηρίζουμε τις κινητοποιήσεις των φοιτητικών συλλόγων με κινηματική και αντιεθνικιστική κατεύθυνση, Πέμπτη 25 Μαρτίου, 13.00, Άγαλμα Βενιζέλου.


διεθνιστική κίνηση antiwar

Σχόλια